Ακρίβεια: Ο παγκόσμιος δείκτης κόστους ζωής και η σύγκριση της Ελλάδας με τον υπόλοιπο κόσμο

Ακρίβεια: Πόσο δύσκολα τα βγάζουν πέρα οι Έλληνες – Νέα στοιχεία!

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Η ακρίβεια παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια για τα ελληνικά νοικοκυριά, περιορίζοντας δραματικά την αγοραστική τους δύναμη και υποβαθμίζοντας το βιοτικό τους επίπεδο.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά στην Ελλάδα δηλώνουν ότι μετά βίας τα βγάζουν πέρα κάθε μήνα. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο απελπιστική για τους καταναλωτές με χαμηλό εισόδημα (έως 12.000 ευρώ ετησίως), καθώς τα χρήματά τους τελειώνουν ήδη από τις δύο πρώτες εβδομάδες του μήνα. Το 72% των πολιτών αναγκάζεται να κόψει άλλες δαπάνες προκειμένου να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, θεωρώντας την ακρίβεια ως τη μεγαλύτερη απειλή για την οικονομική τους σταθερότητα.

Η κρίση του κόστους διαβίωσης επηρεάζει πλέον και τα νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος (με μηνιαίο εισόδημα 1.200 έως 2.000 ευρώ), καθώς το 51,4% δηλώνει ότι δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει.

Οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται ως οι πιο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, με σημαντική διαφορά από τους καταναλωτές της Εσθονίας και της Ουγγαρίας.

Ο παγκόσμιος δείκτης κόστους ζωής (2025) της Numbeo, της μεγαλύτερης βάσης δεδομένων στον κόσμο, αναλύει το κόστος ζωής μετρώντας τις τιμές των αγαθών, των υπηρεσιών και των ενοικίων σε σχέση με τη Νέα Υόρκη (που έχει βάση αναφοράς 100).

Εάν μια χώρα έχει τιμή 80, αυτό σημαίνει ότι οι τιμές είναι 20% χαμηλότερες από ό,τι στη Νέα Υόρκη.

Τα νεότερα δεδομένα για την Ελλάδα, όπως παρουσιάζονται από το visualcapitalist, έρχονται σε μια περίοδο όπου παρατηρείται αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία παραμένει η αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ των μισθών και του πραγματικού κόστους ζωής. Μέχρι τότε, τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να κάνουν "περικοπές" στην καθημερινότητά τους, περιμένοντας να δουν στην τσέπη τους την ανάπτυξη που υπόσχονται τα μακροοικονομικά στοιχεία.

Στη λίστα της Numbeo, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη πενηντάδα ανάμεσα σε 143 χώρες. Στην κορυφή της κατάταξης βρίσκονται οι Νήσοι Κέιμαν (94,3), των οποίων η οικονομία βασίζεται στις υπεράκτιες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τον τουρισμό και τα ακίνητα – κλάδοι που προσελκύουν εύπορους κατοίκους και επενδυτές.

Η Ελβετία (82,3) και η Σιγκαπούρη (80,9) ακολουθούν από κοντά, αντικατοπτρίζοντας τις ανεπτυγμένες οικονομίες, τους υψηλούς μισθούς και τις αγορές ακινήτων υψηλής αξίας.

Οι ευρωπαϊκές χώρες είναι επίσης συχνές στην πρώτη εικοσάδα, με την Ισλανδία, την Ιρλανδία και τη Νορβηγία να εμφανίζονται μεταξύ των πιο ακριβών. Αυτές οι χώρες προσφέρουν υψηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά αντιμετωπίζουν επίσης το μειονέκτημα των αυξημένων τιμών καταναλωτή.

Ο δείκτης της Ελλάδας είναι στο 34,4, με χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία να βρίσκονται χαμηλότερα.

Στο άλλο άκρο του φάσματος, το Πακιστάν (11,3), η Λιβύη (11,3) και το Αφγανιστάν (11,6) έχουν τα χαμηλότερα κόστη διαβίωσης στον κόσμο.

Σε μεγάλο μέρος της Νότιας Ασίας, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας (12,8) και του Μπαγκλαντές (13,0), οι τιμές είναι περίπου το ένα όγδοο των τιμών της Νέας Υόρκης. Και οι δύο αυτές χώρες έχουν τεράστιο νεανικό πληθυσμό και σχετικά χαμηλούς μισθούς, γεγονός που διατηρεί το κόστος εργασίας και υπηρεσιών σε χαμηλά επίπεδα.

Σύμφωνα με έρευνα της Deutsche Bank, η Αθήνα είναι η τρίτη ακριβότερη πόλη παγκοσμίως ως προς το μηνιαίο κόστος των βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, που υπολογίζονται σχεδόν στο 19% του μέσου μισθού. Στην ίδια έρευνα, η Αθήνα αναδεικνύεται μία από τις ακριβότερες πόλεις για να νοικιάσεις σπίτι – αν πληρώνεσαι με μισθούς Ελλάδας. Η γερμανική τράπεζα εκτιμά ότι ένας μέσος εργαζόμενος ξοδεύει το 57% του μισθού του για διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου.

Αντίστοιχα, ο Deloitte Property Index, ο Δείκτης Ακινήτων της κορυφαίας συμβουλευτικής εταιρείας, κατατάσσει την Αθήνα στη δεύτερη χειρότερη θέση πανευρωπαϊκά ως προς την «προσιτότητα της κατοικίας», μετά το Άμστερνταμ.

Η τελευταία κυλιόμενη έρευνα της ιστοσελίδας επενδυτικών συμβουλών Tradingpedia απονέμει στην Αθήνα το βραβείο της τρίτης λιγότερο προσιτής ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.

Την ίδια θέση καταλάμβανε η Αθήνα και στην προηγούμενη έρευνα της ίδιας εταιρείας, την άνοιξη του 2025, επιβεβαιώνοντας ότι η ακρίβεια δεν έχει υποχωρήσει, παρά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.

Σε απόλυτα μεγέθη, οι φθηνότερες πρωτεύουσες βρίσκονται στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.