Ελλάδα: Οδυνηρές συγκρίσεις με Ευρώπη – Αποκλίνει αντί να συγκλίνει!
Η κυβέρνηση διατυμπανίζει μια «ιστορία επιτυχίας», μια «επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα» και μια «σύγκλιση με την Ευρώπη». Ωστόσο, τα ψυχρά στατιστικά στοιχεία αφηγούνται μια εντελώς διαφορετική ιστορία, μια ιστορία οικονομικής απόκλισης και όχι σύγκλισης και αποπτώχευσης του κοινωνικού κράτους.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά την είσοδο στην ευρωζώνη, η Ελλάδα του 2025 μοιάζει να «τρέχει» μεν, αλλά πάνω σε έναν κυλιόμενο διάδρομο που κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι συγκρίσεις είναι οδυνηρές, αποκαλύπτοντας μια αμείλικτη αλήθεια: σε όλους τους ουσιαστικούς δείκτες, η Ελλάδα αποκλίνει σταθερά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Ακόμη πιο απογοητευτική είναι η σύγκριση με χώρες-μέλη που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. το 2004, καθώς και με τη Βουλγαρία, η οποία προσχώρησε το 2007 και ετοιμάζεται να εισέλθει στην ευρωζώνη από την 1η Ιανουαρίου 2026. Ενώ αυτές οι χώρες σημείωσαν ταχύτατη σύγκλιση σε όλους τους βασικούς δείκτες μεταξύ του 2004 (ή 2007 για τη Βουλγαρία) και του 2024, η Ελλάδα, την ίδια περίοδο, παρουσίασε απόκλιση σε θεμελιώδεις οικονομικούς δείκτες, όπως το ΑΕΠ και η παραγωγικότητα.
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ήταν ανεπαίσθητη, ενώ η χώρα κατέγραψε συστηματική απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε κρίσιμους κοινωνικούς δείκτες, αναδεικνύοντας την Ελλάδα σε ένα ευρωπαϊκό «μαύρο πρόβατο» αποκλίσεων. Έτσι, η Ελλάδα εδραιώνει έναν μόνιμο ρόλο «φτωχού συγγενή» σε μια Ένωση όπου ακόμη και πρώην φτωχότερες χώρες καταφέρνουν να την προσπεράσουν.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αποκαρδιωτική όταν εξετάζουμε το περιφερειακό επίπεδο. Ελληνικές περιφέρειες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις ολόκληρης της Ε.Ε., ακόμα και κάτω από περιοχές της Βουλγαρίας. Αυτό δεν συνιστά σύγκλιση, αλλά μια γεωγραφικά άνιση αποδιάρθρωση. Παράλληλα, το κράτος επιλέγει να είναι «μικρό» εκεί όπου χρειάζεται να είναι ισχυρό, δαπανώντας λιγότερα από τον μέσο όρο της Ευρώπης για νευραλγικούς τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, η αναπηρία, η οικογένεια, η στέγη και ο πολιτισμός.
Στον τομέα της στέγης, η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά στο βάρος που σηκώνουν τα νοικοκυριά, αλλά βρίσκεται στην τελευταία θέση όσον αφορά τις δημόσιες πολιτικές κατοικίας. Το γεγονός ότι το 28-29% των πολιτών δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγη και λογαριασμούς υποδηλώνει μια συνειδητή πολιτική επιλογή και όχι ένα φυσικό φαινόμενο.
Στον τομέα της εργασίας, η χώρα στηρίζεται σε ένα μοντέλο που συμπιέζει τους εργαζομένους. Οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν στάσιμοι ή μειωμένοι την τελευταία πενταετία, ενώ οι μισθοί ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο της Ευρώπης. Παράλληλα, οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν από τις περισσότερες ώρες στην Ε.Ε.
Ταυτόχρονα, οι φόροι στην κατανάλωση και στα καύσιμα είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Η ακρίβεια δεν είναι απλώς «κλέψιμο του ραφιού», αλλά και μια δημοσιονομική στρατηγική που μεταφέρει το βάρος από τα κέρδη και τη μεγάλη περιουσία στις τσέπες των μισθωτών και των φτωχών.
Η κοινωνική προστασία – από το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα μέχρι τις πολιτικές για τα ΑμεΑ – υπολείπεται δραματικά των ευρωπαϊκών προτύπων. Ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων αντιμετωπίζεται ως ένα διακοσμητικό κείμενο, ενώ η Ελλάδα πρωταγωνιστεί σε φτώχεια, ανισότητες, ενεργειακή φτώχεια και ανασφάλεια. Ακόμα και εκεί όπου υπάρχουν ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για αξιοπρεπές εισόδημα ή προσβάσιμες υπηρεσίες, η χώρα κινείται στο κατώτατο δυνατό όριο.
Και όλα αυτά, ενώ η δημοσιονομική πολιτική παραμένει από τις πιο σκληρές στην Ευρώπη, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και υποεκτέλεση κοινωνικών δαπανών, την ίδια στιγμή που οι περισσότερες χώρες χρησιμοποιούν τον προϋπολογισμό για να στηρίξουν εισοδήματα και υπηρεσίες.
Η εικόνα είναι σαφής: σύγκλιση υπάρχει μόνο στο αφήγημα. Στην πραγματικότητα, έχουμε απόκλιση σε βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες. Όσο για τους δείκτες που μετρούν στην καθημερινή ζωή της εργαζόμενης πλειονότητας – μισθοί, στέγη, πρόσβαση σε υγεία και παιδεία, δικαιώματα, αξιοπρέπεια – η Ελλάδα απομακρύνεται ή μένει επικίνδυνα πίσω.
Φαίνεται απίστευτο, αλλά η ελληνική οικονομία όχι μόνο απέτυχε να κάνει έστω και ένα μικρό βήμα μπροστά σε μια ολόκληρη εικοσαετία (2004-2024), αλλά παρουσίασε απόκλιση στους δύο θεμελιώδεις οικονομικούς δείκτες που αποδίδουν τον δυναμισμό μιας οικονομίας: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και την παραγωγικότητα. Μάλιστα, η σύγκριση γι’ αυτή την εικοσαετία με τις χώρες της ευρωπαϊκής διεύρυνσης του 2004 και τη Βουλγαρία (που μπήκε στην Ε.Ε. το 2007) είναι οδυνηρή.
Συγκεκριμένα:
* Όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές), η Ελλάδα καταγράφει μείωση κατά 1,5%! Αντίθετα, όλες οι χώρες της διεύρυνσης του 2004 και η Βουλγαρία καταγράφουν υψηλά ποσοστά αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ 19% και 115,4%.
* Όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας, αυτή μειώθηκε στην Ελλάδα στο ίδιο διάστημα κατά 14,5%, ενώ στις υπόλοιπες χώρες του πίνακα αυξήθηκε σε ποσοστά από πάνω από 20% έως και 74%.
* Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης αυξήθηκε στην Ελλάδα το ίδιο διάστημα κατά 35,6%, όταν στις υπόλοιπες υπό σύγκριση χώρες αυξήθηκε σε υψηλά ποσοστά μεταξύ 67% και 191%.
Αυτή η σύγκριση με τα συνολικά ευρωπαϊκά πρότυπα καταδεικνύει μια εικόνα φτωχοποίησης, η οποία γίνεται ακόμη πιο έντονη σε επίπεδο περιφερειών.
Επιπλέον:
* Δημόσιες κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ: Η Ελλάδα υπολείπεται σε όλους τους σχετικούς δείκτες: Υγεία 5,8% έναντι 7,3% του ΑΕΠ. Παιδεία 4,0% έναντι 4,7% του ΑΕΠ. Αναπηρία 1,4% έναντι 2,7% του ΑΕΠ. Στέγαση 0% έναντι 0,7% του ΑΕΠ. Συμπέρασμα: συστηματική υποχρηματοδότηση βασικών δημόσιων αγαθών.
* Περιφέρειες: 10 στις 13 ελληνικές περιφέρειες βρίσκονται στις τελευταίες 35 θέσεις της Ε.Ε., με πολλές ελληνικές να κατατάσσονται χαμηλότερα από αντίστοιχες βουλγαρικές. Συμπέρασμα: εσωτερική και περιφερειακή φτωχοποίηση.
* Στέγαση: Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στο μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματος που καταναλώνεται για στέγαση, με 35,5% έναντι 19% του μέσου όρου της Ε.Ε.. Βρισκόμαστε στην αιχμή της στεγαστικής κρίσης στην Ε.Ε., ενώ απουσιάζει μια δημόσια πολιτική στέγασης.
* Μισθοί-ώρες απασχόλησης: Οι μισθοί αντιστοιχούν στο 35% του ΑΕΠ, έναντι 48% του μέσου όρου της Ε.Ε.. Πάνω από το 20% των εργαζομένων εργάζεται περισσότερες από 45 ώρες την εβδομάδα. Αυτό συνιστά ένα μοντέλο χαμηλών μισθών και υπερεργασίας.
* Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα: Βρίσκεται στο 40% του ορίου φτώχειας, όταν η ευρωπαϊκή σύσταση είναι να προσεγγίσει το 100%. Υπάρχει μεγάλη θεσμική υστέρηση στην κοινωνική προστασία.
* Δείκτες ΑμεΑ: Υψηλή φτώχεια, ανεργία, αποκλεισμός. Δομικός αποκλεισμός, εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου.