Το στοίχημα της αύξησης των μισθών: Έρχεται νέα νομοθετική πρωτοβουλία, γιατί δεν περνούν οι αυξήσεις στα υψηλότερα κλιμάκια

Μισθοί στην Ελλάδα: Ανάσα για τους νέους, «παγίδα» για τους παλαιότερους;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Οι μισθοί στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να «ξεκολλάνε» από τα χαμηλά επίπεδα της δεκαετούς κρίσης, αλλά εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά. Οι αυξήσεις είναι απαραίτητες όχι μόνο για να μειωθεί το χάσμα με τους ευρωπαϊκούς μισθούς, αλλά και για να εξασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στους νέους, καθώς η χώρα δεν μπορεί να αντέξει ένα νέο κύμα φυγής ταλέντων (brain drain). Τα ευρήματα της νέας έρευνας του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τους 20-25άρηδες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.

Η παρέμβαση στη νέα φορολογική κλίμακα, που προβλέπει μηδενικό φόρο εισοδήματος για νέους έως 25 ετών, θεωρείται ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Για έναν νέο με ακαθάριστο μισθό περίπου 1.000 ευρώ, το ετήσιο όφελος ανέρχεται σε περίπου 340 ευρώ. Ωστόσο, η ουσία βρίσκεται στην αύξηση των μισθών, ιδίως στα κλιμάκια πάνω από τον κατώτατο, ώστε να δοθεί προοπτική σε όσους εισέρχονται ή πρόκειται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας.

Ο εργατολόγος Γ. Καρούζος επισημαίνει: "Στατιστικά προκύπτει ότι η θεσμοθέτηση αυξήσεων του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει σε άνοδο και τους πιο υψηλούς μισθούς. Συγκεκριμένα για κάθε μία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, σημειώνεται αντίστοιχη αύξησης μισής μονάδας των ολίγον υψηλότερων του κατώτατου μισθών. Στην αγορά ωστόσο αδικούνται οι περιπτώσεις των μισθών ύψους 1.200-1.350 €, καθώς ακόμα και κατά την "γενναία" τελευταία αύξηση του νόμιμου κατώτατου μισθού, δεν προκύπτει στατιστικά ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει την οποιαδήποτε επίδραση σε αυτούς, με αποτέλεσμα να αδικούνται εργαζόμενοι που έχουν διανύσει κάποια χρόνια στην αγορά εργασίας". Ο κ. Καρούζος υπογραμμίζει τη σημασία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Εν αναμονή της νομοθετικής πρωτοβουλίας από το υπουργείο Εργασίας, με στόχο την αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις στο 80% της αγοράς, αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν υπάρχει νομοθετικά καθορισμένος κατώτατος μισθός. Σε αυτές τις χώρες, η προστασία των αμοιβών επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτικών οργανώσεων και συνδικάτων. Σε αυτά τα κράτη, οι μέσες αποδοχές των εργαζομένων είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της σχεδόν καθολικής κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις και της υψηλής συμμετοχής στις εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2024, ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στην ΕΕ ήταν 39.800 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,2% από τα 37.800 ευρώ το 2023. Ο υψηλότερος μέσος ετήσιος μισθός καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (83.000 ευρώ), ακολουθούμενο από τη Δανία (71.600 ευρώ) και την Ιρλανδία (61.100 ευρώ). Οι χαμηλότεροι μέσοι μισθοί καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (15.400 ευρώ), στην Ελλάδα (18.000 ευρώ) και στην Ουγγαρία (18.500 ευρώ).

Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), σε ανάλυσή της για τα μισθολογικά δεδομένα της περιόδου 2016-2023, είχε επισημάνει ότι η αύξηση των αμοιβών για τις θέσεις εργασίας με χαμηλές αμοιβές το 2016 οφείλεται στις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Αντίθετα, για τις θέσεις εργασίας με αμοιβές άνω των 1.650 ευρώ το 2016, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές μεταβολές μεταξύ των ετών 2016 και 2023. Επιπλέον, ένα μικρό ποσοστό των θέσεων εργασίας με υψηλές αμοιβές το 2016 έλαβε χαμηλότερες αποδοχές (κάτω από 1.650 ευρώ) το 2023. Αυτό πιθανόν οφείλεται στην αντικατάσταση εργαζομένων με χαμηλότερα αμειβόμενους ή σε προσλήψεις νέων εργαζομένων σε παρόμοιες θέσεις με χαμηλότερες απολαβές. Ακόμη και σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι αυξήσεις για τις θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές ήταν πολύ μικρές. Για παράδειγμα, μια θέση εργασίας που αμειβόταν με 1.750 ευρώ το 2016 σε μια εταιρεία με πάνω από 1.000 εργαζομένους, στον ίδιο κλάδο, για το ίδιο επάγγελμα, με τον ίδιο τύπο σύμβασης, με έναν εργαζόμενο στην ίδια ηλικιακή ομάδα, με το ίδιο φύλο και πλήρους απασχόλησης, αμειβόταν ονομαστικά με 1.781,50 ευρώ κατά μέσο όρο το 2023. Σε πραγματικούς όρους, λόγω του πληθωρισμού, η αμοιβή ήταν περίπου 1.495 ευρώ (μείωση κατά 16%). Αντίστοιχα, μια θέση εργασίας που το 2016 αμειβόταν με 750 ευρώ, το 2023 αμειβόταν κατά μέσο όρο με 975 ευρώ ονομαστικά, ενώ σε πραγματικούς όρους η αμοιβή ήταν 819 ευρώ (αύξηση κατά 9,2%).