Χοληστερίνη: Η αλήθεια για τη διατροφή και τι πραγματικά μετράει!
Για χρόνια, όσοι είχαν αυξημένη χοληστερίνη απέφευγαν κρέατα, τυριά και αβγά, ελπίζοντας να βελτιώσουν τις αιματολογικές τους εξετάσεις. Οι προσπάθειες αυτές είχαν κάποιο αποτέλεσμα, αλλά η στέρηση αγαπημένων τροφών δεν έφερνε πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα στον βαθμό που ήλπιζαν. Έτσι, ανακύπτει το ερώτημα: πόσο σημαντικό ρόλο παίζει τελικά η διατροφή στη χοληστερίνη;
Ο Δημήτρης Ρίχτερ, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου, στην εκπομπή «Ζω Καλά» του ΣΚΑΪ με τον Μιχάλη Κεφαλογιάννη, διευκρίνισε ότι η διατροφή επηρεάζει τη χοληστερίνη κατά μέσο όρο σε ποσοστό 10-15%. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και με την πιο προσεγμένη διατροφή, δεν είναι πάντα εφικτή η επίτευξη θεαματικών μειώσεων.
Ο Δρ. Ρίχτερ τόνισε ότι η διατροφή δεν μπορεί να κρίνεται αποκλειστικά από τις μετρήσεις της χοληστερίνης. Για παράδειγμα, οι ξηροί καρποί μπορεί να μην μειώνουν εντυπωσιακά τη χοληστερίνη, αλλά η κατανάλωση περίπου 30 γραμμαρίων ημερησίως έχει συσχετιστεί με σημαντική μείωση των θανάτων από έμφραγμα. Επομένως, η καρδιαγγειακή υγεία δεν αξιολογείται μόνο από τους δείκτες χοληστερίνης.
Όπως εξήγησε ο Δρ. Ρίχτερ, «τα 2/3 της χοληστερίνης που έχουμε παράγονται από το ίδιο μας το συκώτι. Άρα, το μεγαλύτερο μέρος της είναι γενετικά καθορισμένο».
Σχολιάζοντας θεωρίες που αμφισβητούν την επίδραση των λιπαρών τροφών στη χοληστερίνη, ο Δρ. Ρίχτερ ανέφερε ότι υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που δεν εμφανίζουν σχεδόν κανέναν παράγοντα κινδύνου, καθώς έχουν γεννηθεί με γονιδιακά χαρακτηριστικά που διατηρούν τη χοληστερίνη σε χαμηλά επίπεδα, ανεξάρτητα από την κατανάλωση λιπαρών.
Ωστόσο, πρόσθεσε, δεν πρέπει να θεωρούνται επικίνδυνοι για την καρδιαγγειακή υγεία μόνο άλλοι παράγοντες, όπως το κάπνισμα, η υπέρταση ή ο σακχαρώδης διαβήτης, καθώς η καρδιαγγειακή νόσος είναι πολυπαραγοντική και η χοληστερίνη δεν μπορεί να εξαιρεθεί αυθαίρετα.
Στο ερώτημα πόσο μπορεί να μειώσει τη χοληστερίνη η διατροφή, ο Δρ. Ρίχτερ διευκρίνισε ότι η μέση πτώση κατά 10-15% είναι παραπλανητική. Άτομα με μικρό σωματικό βάρος και σχετικά καλή διατροφή μπορεί να δουν μείωση μόλις 2-5%, ενώ άλλοι, ιδίως άτομα με παχυσαρκία και ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, μπορούν να επιτύχουν μειώσεις έως και 25%.