Ελλάδα: Επιτάχυνση στην αποπληρωμή χρέους – Τι σημαίνει για το μέλλον;
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης, με στόχο την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας στην βαθμίδα Α, όπως ήταν πριν το 2010.
Παράλληλα, επιδιώκεται η μείωση του δημόσιου χρέους κάτω από το 120% του ΑΕΠ έως το 2029, ένας στόχος που καθοδηγεί τις οικονομικές αποφάσεις.
Πρόσφατα, το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε σε πρόωρη αποπληρωμή 5,3 δισ. ευρώ από τα διμερή δάνεια του GLF, που είχαν ληφθεί πριν από το πρώτο μνημόνιο. Το GLF (Greek Loan Facility) αφορά τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα από την Ευρωζώνη το 2010, ένα μηχανισμό στήριξης ύψους 52,9 δισ. ευρώ.
Τα δάνεια του GLF είχαν μακρά διάρκεια αποπληρωμής και χαμηλό κόστος. Η μείωσή τους βελτιώνει το προφίλ του χρέους και περιορίζει τις μελλοντικές ανάγκες χρηματοδότησης. Η τελευταία αποπληρωμή δεν αφορούσε απλώς την εξόφληση δόσεων, αλλά τη βελτίωση της διάρθρωσης των υποχρεώσεων.
Με την πληρωμή στα μέσα του μήνα, καλύφθηκαν υποχρεώσεις που είχαν προγραμματιστεί για τις επόμενες δεκαετίες. Εξοφλήθηκε μέρος δόσης του 2041, αποπληρώθηκε ποσό από το 2040 και μειώθηκε κατά 15% κάθε ετήσια δόση από το 2033 έως το 2039. Αυτό οδηγεί σε ελάφρυνση των μελλοντικών πληρωμών, μειώνοντας τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους.
Η στρατηγική των πρόωρων αποπληρωμών ξεκίνησε το 2019, με τη μείωση των υποχρεώσεων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Εκείνη τη χρονιά καταβλήθηκαν πρόωρα 2,7 δισ. ευρώ, ενώ ακολούθησαν νέες πληρωμές το 2021 και το 2022. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η σταδιακή αποπληρωμή των διμερών δανείων της Ευρωζώνης, με μεγάλες δόσεις να καταβάλλονται το 2022, το 2023 και το 2024.
Μέχρι σήμερα, τα δάνεια του ΔΝΤ έχουν εξοφληθεί πλήρως, ενώ από τα διμερή δάνεια των χωρών της Ευρωζώνης έχει ήδη αποπληρωθεί ποσό που ξεπερνά τα 26 δισ. ευρώ. Το υπόλοιπο, περίπου 26,3 δισ. ευρώ, είχε αρχικά προγραμματιστεί να αποπληρωθεί σε τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041.
Συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κινήσεις πρόωρης αποπληρωμής έως το 2025, το Ελληνικό Δημόσιο έχει μειώσει το δανεισμό του κατά περίπου 29 δισ. ευρώ και έχει περιορίσει το κόστος των τόκων κατά 3,5 δισ. ευρώ. Αυτό δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο για φορολογικές ή κοινωνικές ελαφρύνσεις και για τη δημιουργία αποθεμάτων ασφαλείας, διατηρώντας το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Επίσης, ενισχύεται η δυνατότητα αντιμετώπισης απρόβλεπτων κρίσεων χωρίς άμεση προσφυγή στις αγορές.
Για το 2026, προβλέπεται περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε περίπου 138%, ενώ σε απόλυτους αριθμούς εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα συνεχίσει να μειώνεται.
Για την επόμενη χρονιά, το υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει περιορισμένο δανεισμό από τις αγορές, της τάξης των 8 δισ. ευρώ, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου αναμένεται να ξεπεράσουν τα 35 δισ. ευρώ. Η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους εκτιμάται ότι θα παραμείνει πάνω από τα 16 έτη. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους προετοιμάζει τις κινήσεις για την επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους, μετατρέποντας μέρος του βραχυπρόθεσμου δανεισμού σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο.