Ευ. Βενιζέλος: Η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί με ασύμμετρο πολιτικό σύστημα – Κρίση Δημοκρατίας υπάρχει όταν έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη

Βενιζέλος: «Η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί με ασύμμετρο πολιτικό σύστημα»

Πολιτική
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στην ομιλία του κατά την επετειακή εκδήλωση για τα 15 χρόνια της εφημερίδας «Δημοκρατία», υπογράμμισε την ανάγκη για ένα συμμετρικό πολιτικό σύστημα, λέγοντας ότι «η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί με ασύμμετρο πολιτικό σύστημα».

Ο κ. Βενιζέλος ανέλυσε τη σημασία της Δημοκρατίας, εξηγώντας ότι «Δημοκρατία σημαίνει ικανότητα για διάλογο εντός του συνταγματικού φάσματος, σημαίνει ανεκτικότητα, αμοιβαίος σεβασμός, αίσθηση προτεραιοτήτων εθνικών και θεσμικών». Επισήμανε το θεμελιώδες πρόβλημα της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, το οποίο είναι «ότι έχει διαρραγεί το κοινωνικό συμβόλαιο, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ιστορικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, επί 80 χρόνια».

Αναφερόμενος στην Ελλάδα, εξήγησε ότι «τα δικά της ιδιαίτερα προβλήματα που εκκινούν από τον τρόπο με τον οποίο διακηρύχθηκε το τέλος της οικονομικής κρίσης και η επιστροφή στην περιβόητη κανονικότητα». Για να επιτευχθεί πραγματικά αυτή η κανονικότητα, τόνισε την ανάγκη «μόνον αν συναφθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα λειτουργεί ως οικονομικό και αξιακό υπόβαθρο μιας σοβαρής σύγχρονης Δημοκρατίας που σέβεται τόσο τους θεσμούς της όσο και τους πολίτες της». Πρόσθεσε ότι «η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί προς το μέλλον με βαθιές κοινωνικές ασυμμετρίες που καταγράφονται από την Eurostat σύμφωνα με την οποία το 67% των Ελλήνων απαντά ότι ζει σε συνθήκες υποκειμενικής φτώχειας».

Ο κ. Βενιζέλος επεσήμανε ότι η χώρα χρειάζεται ένα πολιτικό σύστημα που να αντιμετωπίζει με ετοιμότητα «την ανάγκη για εθνικές και θεσμικές συναινέσεις αλλά και την ανάγκη για συνεργασίες που μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες». Σημείωσε ότι η μονοκομματική εκδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχει εξαντλήσει τα όριά της, ειδικά «υπό τη μορφή μιας αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας που έχει μετατραπεί σε μονοπρόσωπη εξουσία χωρίς θεσμούς αντιρρόπησης και ουσιαστικές σύγχρονες εγγυήσεις διαφάνειας».

Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, είναι ανεπίτρεπτο να κυριαρχεί «η αίσθηση της διαφθοράς και η κραυγαλέα έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους τους θεσμούς συμπεριλαμβανομένης δυστυχώς και της Δικαιοσύνης». Τόνισε ότι η κοινωνία δεν μπορεί να αποδέχεται «μια ασύμμετρη εικόνα της Δικαιοσύνης», παρόλο που αναγνωρίζει ότι «η συντριπτική πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών υπηρετεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ενώ γίνονται βήματα ως προς την επιτάχυνση των δικών».

Αναφερόμενος στις υποκλοπές και στον ΟΠΕΚΕΠΕ, υποστήριξε ότι «όλες οι εμβληματικές υποθέσεις εξελίσσονται εκ των πραγμάτων με τρόπο που καλλιεργεί την κοινωνική πεποίθηση ότι κυριαρχεί η αδιαφάνεια και η συγκάλυψη». Επεσήμανε ότι η δίκη για την υπόθεση των υποκλοπών διεξάγεται «με πολύ ελαφρές κατηγορίες», ενώ στη Βουλή, η Εξεταστική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ αποκαλύπτει «το μέγεθος του σκανδάλου χωρίς η κοινή γνώμη να βλέπει με ποιον τρόπο, σε ποιους και πότε θα αποδοθούν οι ευθύνες». Τόνισε δε, τη «συνολική στέρηση του πρωτογενούς τομέα που οδηγεί σε απόγνωση τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους».

Ο κ. Βενιζέλος αποσαφήνισε ότι «Δημοκρατία σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από δημοκρατική διακυβέρνηση» και ότι είναι «ολόκληρος πολιτικός και θεσμικός πολιτισμός. Ένας τρόπος συνύπαρξης και συμπεριφοράς. Μια δέσμη εγγυήσεων. Ένα πολύτιμο ιστορικό κεκτημένο». Προσέθεσε ότι «κρίση της Δημοκρατίας υπάρχει όταν η χώρα έχει καταστεί ουσιαστικά μη διακυβερνησίμη», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για «υπερβάσεις, ρήξεις αλλά και συναινέσεις που αντιμετωπίζουν παθογένειες και αδυναμίες».

Τέλος, ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι «τίποτα δεν είναι πιο κρίσιμο, πιο προοδευτικό και πιο σημαντικό από τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου» και ότι η ποιότητα και η λειτουργία τους είναι το θεμέλιο για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή.

Στην αρχή της ομιλίας του, ο κ. Βενιζέλος ανέφερε ότι η φιλελεύθερη Δημοκρατία είναι «ένα μειοψηφικό φαινόμενο στο σημερινό κόσμο», με μόλις 900 εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν υπό δημοκρατικές συνθήκες.

Εξήγησε ότι η φιλελεύθερη Δημοκρατία συνυφαίνεται με το κράτος δικαίου, τον σεβασμό του πολυκομματισμού, τη λειτουργία του κοινοβουλίου, τα δικαιώματα της αντιπολίτευσης, τον πολιτικό πλουραλισμό, τις ελεύθερες εκλογές, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αρχή της νομιμότητας, τη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Υπογράμμισε ότι η κρίση της Δύσης και των ευρωαμερικανικών σχέσεων δοκιμάζει τη δυτική Δημοκρατία, καθώς οι αντιλήψεις περί δημοκρατίας αποκλίνουν.

Αναφέρθηκε στην «National Security Strategy» του Λευκού Οίκου, η οποία ασκεί κριτική στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, συνδέοντας τη λειτουργία της Δημοκρατίας με τη μεταναστευτική πολιτική και την αντίληψη για τις σχέσεις με τη Ρωσία.

Ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι κυριαρχεί το φαινόμενο της «δημοκρατικής κόπωσης», όπου η Δημοκρατία μετατρέπεται σε «μια Δημοκρατία φοβική», φοβούμενη τους πολίτες της και τα αποτελέσματα των εκλογών.

Αναγνώρισε τα «γενετικά προβλήματα της Δημοκρατίας», όπως η αντιφατική σχέση με το χρόνο, η πλειοψηφική αρχή που οδηγεί σε συνθηματικό λόγο και η ανοχή στους εχθρούς της. Πρόσθεσε ότι η τεχνολογική εξέλιξη υπονομεύει τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και πολλαπλασιάζει τις αθέμιτες πρακτικές.

Τέλος, ο κ. Βενιζέλος υπογράμμισε τη σημασία της σχέσης Δημοκρατίας και κυριαρχίας, καθώς και την ανάγκη για ένα σοβαρό κράτος πολιτικής προστασίας, ενώ υποστήριξε ότι πρέπει να αποφεύγεται η αναπαραγωγή των ίδιων προσεγγίσεων και προσώπων.

Στην αρχή της ομιλίας του, ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε τη χαρά του που θα συνομιλήσει με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, με τον οποίο τους συνδέει «η διάθεση αναστοχασμού, η σχέση που έχουμε με τη μελέτη της ιστορίας και βεβαίως τώρα πια και η μεταπολιτική». Δήλωσε «υπερήφανος» που συμμετείχε στις κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη και ως αντιπρόεδρος στις κυβερνήσεις που αντιμετώπισαν την οικονομική κρίση.

Αναφερόμενος στην εφημερίδα «Δημοκρατία», ευχήθηκε μακροημέρευση υπό συνθήκες ελευθερίας του Τύπου και πολυφωνίας, τονίζοντας την υποχρέωση των πολιτικών προσώπων να αποδέχονται τη σκληρή κριτική και να στηρίζουν την ελευθερία του τύπου.