Ταμείο Ανάκαμψης: Τι θα γίνει μετά το 2026;
Ο χρόνος για το Ταμείο Ανάκαμψης μετρά αντίστροφα, με το χρονόμετρο να σταματά στα τέλη του 2026. Η «κίτρινη κάρτα» από τις Βρυξέλλες για τις καθυστερήσεις στα έργα, σε συνδυασμό με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν για επιβράδυνση της οικονομίας το 2027, θέτουν επιτακτικά ένα μεγάλο «πρέπει» στην κυβέρνηση: να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε τα έργα που θα υλοποιηθούν να στηρίξουν την πραγματική οικονομία.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμούς 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, χάρη στην κατανάλωση και τις επενδύσεις που ενισχύονται από ευρωπαϊκά κονδύλια. Όμως, αυτός ο «ούριος άνεμος» δεν θα διαρκέσει για πάντα, καθώς η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να υποχωρήσει στο 1,7% το 2027, καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης οδεύει προς το τέλος του.
Ο τομέας Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής σχολιάζει ότι «οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελούν ηχηρή διάψευση του κυβερνητικού αφηγήματος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις διαρκείς θριαμβολογίες, η Κομισιόν επισημαίνει ότι η ανάπτυξη παραμένει εύθραυστη, μονοδιάστατη και εξαρτημένη σχεδόν αποκλειστικά από την ιδιωτική κατανάλωση. Ένα αναπτυξιακό πρότυπο, δηλαδή, που δεν μπορεί να στηριχθεί μακροπρόθεσμα, ειδικά όταν τα νοικοκυριά εμφανίζουν αρνητική αποταμίευση, βλέποντας το εισόδημά τους να ροκανίζεται από τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό».
Επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ προσθέτει ότι η έκθεση «υπογραμμίζει ότι η επενδυτική δυναμική δεν επαρκεί για να δημιουργήσει ένα νέο, βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης αποκαλύπτει με σαφήνεια την έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για την επόμενη μέρα. Η οικονομία εξακολουθεί να μην διαθέτει τις δομικές βάσεις που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει μακροπρόθεσμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς την ώθηση των ευρωπαϊκών πόρων». Θεωρούν ότι η πρόβλεψη για 1,7% ανάπτυξη το 2027 «τερματίζει το κυβερνητικό αφήγημα περί δήθεν υπερδιπλάσιων ρυθμών ανάπτυξης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο» και ότι η Κομισιόν «επιβεβαιώνει ότι πίσω από τις αναπτυξιακές ψευδαισθήσεις της Νέας Δημοκρατίας κρύβεται μια οικονομία που δεν έχει καταφέρει ακόμη να μεταβεί σε ένα σταθερό, παραγωγικό και κοινωνικά δίκαιο μοντέλο ανάπτυξης».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, απαντά ότι «η χώρα δεν ξεμένει από λεφτά» και δεν ανησυχεί για το 1,7% ανάπτυξη, λέγοντας «ότι σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πάλι φαίνεται ότι θα είμαστε καλύτερα». Υπογράμμισε πως ανάλογες ειδήσεις, «οι οποίες δεν ήταν δεδομένες πριν από κάποιους μήνες, όχι πριν από κάποια χρόνια (…) έρχονται όλο και περισσότερες, γιατί η χώρα μεγαλώνει», αναφερόμενος στις πρόσφατες ανακοινώσεις στο Ζάππειο.
Εν μέσω αυτής της αμφισβήτησης, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρουσε «καμπανάκι» κινδύνου στα τέλη Οκτωβρίου, προειδοποιώντας ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης λόγω διοικητικών παραλείψεων και θεσμικών κενών. Οι ελεγκτές διαπιστώνουν ότι οι διαδικασίες παρακολούθησης των έργων δεν εντοπίζουν έγκαιρα τις καθυστερήσεις, λείπουν κρίσιμα εργαλεία και οι εσωτερικοί έλεγχοι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι.
Η κυβέρνηση απαντά με αναθεώρηση του χαρτοφυλακίου έργων, μεταφέροντας πόρους σε έργα με υψηλότερη ωριμότητα, όπως η ψηφιακή μετάβαση, τα ενεργειακά δίκτυα και οι πράσινες επενδύσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προχωρώντας σε νέα αναθεώρηση ύψους 800-900 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, το ΙΟΒΕ εντοπίζει σημάδια κόπωσης στην αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, με τον γενικό διευθυντή του, Νίκο Βέττα, να προειδοποιεί για κίνδυνο ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ να κινηθεί σταδιακά προς το 1% την επόμενη 5ετία. Βασικό ζητούμενο στην έκθεση του ΙΟΒΕ αποτελεί το πώς θα ενισχυθούν οι επενδύσεις, «ιδίως μετά τη λήξη της περιόδου του Ταμείου Ανάκαμψης».