Ελληνική οικονομία: Τα εμπόδια στην ανάπτυξη και οι προκλήσεις
Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις που εμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση του θετικού momentum των τελευταίων ετών. Το υψηλό φορολογικό βάρος στην εργασία, η οξυνόμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού και ο προβληματισμός για τη δυναμική του ρυθμού ανάπτυξης συνθέτουν ένα τρίπτυχο που δυσχεραίνει την πορεία προς την ανάπτυξη.
Η αγορά εργασίας παρουσιάζει αντιφάσεις, με την ανεργία να μειώνεται, αλλά τις επιχειρήσεις να αναφέρουν δυσκολίες στην εύρεση προσωπικού. Η φορολογική επιβάρυνση παραμένει υψηλή σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ η ανταγωνιστικότητα σημειώνει χαμηλούς ρυθμούς.
Στην τελευταία της αξιολόγηση για την ελληνική οικονομία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποιεί ότι ο ρυθμός ανάκαμψης θα δοκιμαστεί μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το υψηλό κόστος εργασίας είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό του ελληνικού οικονομικού μοντέλου εδώ και μια δεκαετία. Η φορολογική επιβάρυνση, συμπεριλαμβανομένου του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, δημιουργεί ένα συνολικό βάρος που υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρώπης.
Παρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, ο συνδυασμός εισφορών και φόρων δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι αποδίδουν σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους στο κράτος, ενώ οι εργοδότες αντιμετωπίζουν ένα κόστος που συχνά αποθαρρύνει τις προσλήψεις.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, παρά τη μείωση της ανεργίας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στους εργαζόμενους άνω των 55 ετών και στις γυναίκες. Τα εμπόδια συνδέονται κυρίως με το γεγονός ότι οι καθαρές αμοιβές παραμένουν χαμηλές και οι εισφορές υψηλές, ένας συνδυασμός που δυσκολεύει την αγορά εργασίας.
Επιπλέον, το υψηλό φορολογικό βάρος ενισχύει μια χρόνια παθογένεια της ελληνικής οικονομίας, την αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία. Στους κλάδους των υπηρεσιών, του τουρισμού και της μικρής μεταποίησης, το κόστος παραμένει δυσβάσταχτο, οδηγώντας πολλούς στην αδήλωτη εργασία.
Οι συνέπειες δεν είναι μόνο δημοσιονομικές, αλλά και αναπτυξιακές, καθώς ένα μέρος του παραγωγικού δυναμικού δεν εντάσσεται πλήρως στην επίσημη αγορά.
Ενώ η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει σταθερή μείωση της ανεργίας, τα στοιχεία της αγοράς εργασίας δείχνουν ότι περισσότερες από 7 στις 10 επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό. Αυτή η αντίφαση δεν είναι μοναδική στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί μια ευρωπαϊκή τάση που εντείνεται στην Ελλάδα λόγω της δημογραφικής γήρανσης και των γεωγραφικών ανισορροπιών.
Η φυγή εξειδικευμένων εργαζομένων στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια έχει δημιουργήσει κενά που δεν έχουν ακόμη καλυφθεί. Σε κλάδους όπως οι κατασκευές, η πληροφορική, η εστίαση και ο τουρισμός, οι εργοδότες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κάλυψη θέσεων, παρά το γεγονός ότι η ανεργία στους νέους παραμένει υψηλή.
Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων επιδεινώνεται από το γεγονός ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν οργανωμένα προγράμματα κατάρτισης ούτε επενδύουν συστηματικά στο ανθρώπινο δυναμικό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι, παρά τα θετικά σημάδια στην απασχόληση, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς χαμηλότερους των αρχικών εκτιμήσεων. Το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται και η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται.
Αυτή η διπλή πίεση περιορίζει την δυνητική ανάπτυξη και αυξάνει το κόστος για τις επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται να λειτουργήσουν με λιγότερους εργαζόμενους και μεγαλύτερες εισροές εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η φορολογία της εργασίας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα που συνδέει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας με την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Ένα υψηλό φορολογικό βάρος επηρεάζει:
– την παραγωγικότητα, καθιστώντας ακριβότερη τη δηλωμένη εργασία και περιορίζοντας τις επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο
– τα δημόσια έσοδα, ενισχύοντας την αδήλωτη εργασία και μειώνοντας τη φορολογική βάση
– την ανταγωνιστικότητα, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής σε κλάδους που βασίζονται έντονα στην εργασία.
Όταν αυτές οι πιέσεις συνδυάζονται με την έλλειψη προσωπικού, οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε ένα περιβάλλον όπου το κόστος αυξάνεται, ενώ οι δυνατότητες αύξησης της παραγωγής είναι περιορισμένες.
Η Κομισιόν αποδίδει μέρος της επιβράδυνσης της ελληνικής ανάπτυξης σε αυτόν τον μηχανισμό, καθώς οι επενδύσεις που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την παραγωγικότητα καθυστερούν ή υλοποιούνται αποσπασματικά.
Η δημοσιονομική πλευρά του προβλήματος είναι εξίσου σημαντική. Το ασφαλιστικό σύστημα, ήδη υπό πίεση λόγω γήρανσης του πληθυσμού, χρειάζεται υψηλή απασχόληση και δηλωμένη εργασία για να διατηρηθεί βιώσιμο.
Όταν το φορολογικό βάρος παραμένει υψηλό, οι εισφορές βραχυπρόθεσμα μπορεί να ενισχύουν τα έσοδα, αλλά μακροπρόθεσμα περιορίζουν το μέγεθος της βάσης πάνω στην οποία υπολογίζονται.
Παρά τις προκλήσεις, η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης όπως το 2010. Η κατανάλωση παραμένει ανθεκτική, οι εξαγωγές βελτιώνονται σε ορισμένους κλάδους και τα δημόσια οικονομικά παραμένουν σταθερά.
Ωστόσο, η Επιτροπή τονίζει ότι η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια θα είναι μετριοπαθής, υποδηλώνοντας ότι η χώρα λειτουργεί με ένα «ταβάνι» που συνδέεται άμεσα με την ποιότητα και τη δομή της εργασίας.
Πηγή: ot.gr