
Ψηφιακά «καρφώματα» για την Τροχαία: Ελευθερία ή συνενοχή;
Η παλιά ελληνική συνήθεια της ενημέρωσης για μπλόκα της Τροχαίας επέστρεψε με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Η ΕΛ.ΑΣ. ανακοίνωσε ότι εξάρθρωσε διαδικτυακές ομάδες με πάνω από 200.000 μέλη, οι οποίες αντάλλασσαν πληροφορίες για ελέγχους, ραντάρ και αστυνομικές επιχειρήσεις. Τρεις κοινότητες έκλεισαν και δύο διαχειριστές συνελήφθησαν.
Η υπόθεση έφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα όρια της ελευθερίας της πληροφόρησης και της παρεμπόδισης του έργου της αστυνομίας.
Στην Ελλάδα, η ΕΛ.ΑΣ. αντιμετωπίζει αυτές τις πρωτοβουλίες με καχυποψία. Οι διαχειριστές κατηγορούνται για «παρεμπόδιση αστυνομικού έργου» και «παροχή πληροφοριών που διευκολύνουν την αποφυγή ελέγχου», καθώς η δημοσιοποίηση των σημείων ελέγχου αποδυναμώνει την αποτρεπτική τους λειτουργία και ενθαρρύνει την παραβατικότητα.
Δεν υπάρχει διάταξη που να απαγορεύει την κοινοποίηση πληροφοριών για την παρουσία της Αστυνομίας, εκτός αν συνδέεται με οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα ή πρόθεση παρεμπόδισης των Αρχών. Το νομικό πλαίσιο είναι ασαφές και αφήνει περιθώρια.
Ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη κατά των διαχειριστών των ομάδων Viber για διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων και επικίνδυνες παρεμβάσεις στις συγκοινωνίες (άρθρα 184 και 290 του Π.Κ.).
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Ανδρέα-Δημήτριο Σίδερη, η δίωξη είναι νομικά οριακή. Για τη διέγερση σε εγκλήματα (άρθρο 184 Π.Κ.) απαιτείται δημόσια προτροπή, μέσω ερεθισμού συναισθημάτων. Η διάταξη του άρθρου 290 Π.Κ. περιορίζει το αξιόποινο σε ουσιωδώς επικίνδυνες πράξεις.
«Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει από τα δημοσιεύματα στα ΜΜΕ ότι οι συλληφθέντες είχαν δημιουργήσει τις εν λόγω ομάδες με σκοπό την ενημέρωση των οδηγών των οχημάτων σχετικά με τους ελέγχους της Αστυνομίας. Οι ομάδες αυτές είχαν καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα και οι διαχειριστές της δεν προκαλούσαν μέσω των ομάδων αυτών είτε άμεσα είτε έμμεσα διά του ερεθισμού συναισθημάτων αόριστο αριθμό προσώπων στη διάπραξη αδικημάτων, ούτε βέβαια ο σχηματισμός αυτών των ομάδων συνιστά επικίνδυνη, κατά τα ανωτέρω, παρέμβαση στις συγκοινωνίες. Κατά συνέπεια η ασκηθείσα ποινική δίωξη πέραν της σκοπιμότητας της εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των αστυνομικών ελέγχων αλλά και της οδικής ασφάλειας , ελέγχεται, ως προς τη νομική της βάση, δοθέντος ότι δεν στοιχειοθετούνται, πέραν της ηθικής τους απαξίας, τα αδικήματα για τα οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη», καταλήγει ο κ. Σίδερης.
Η πληροφορία αυτή καθαυτή δεν είναι παράνομη, αλλά η χρήση της μπορεί να έχει παράνομο αποτέλεσμα, όπως ένα μαχαίρι.
Εφαρμογές όπως το Google Maps και το Waze εμφανίζουν ειδοποιήσεις για αστυνομικούς ελέγχους και ραντάρ ταχύτητας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Αρχές αποδέχονται αυτές τις εφαρμογές και η Google υποστηρίζει ότι οι αναφορές «police visible» ή «speed check» ενθαρρύνουν τη συμμόρφωση, καθώς οι οδηγοί μειώνουν ταχύτητα και φορούν ζώνη.
Εντούτοις, πολλοί συμβουλεύουν να κλείνετε την εφαρμογή σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Το 2019, η Αστυνομία Νέας Υόρκης (NYPD) ζήτησε από την Google να αφαιρέσει τις ειδοποιήσεις για μπλόκα αλκοτέστ, αλλά η Google αρνήθηκε.
Στη Γαλλία, από το 2012, απαγορεύεται η κοινοποίηση της θέσης ελέγχων για αλκοόλ ή ναρκωτικά μέσω εφαρμογών, ενώ επιτρέπεται η ενημέρωση για τροχαία ή εμπόδια. Στη Γερμανία, η χρήση εφαρμογών που προειδοποιούν για ραντάρ είναι παράνομη κατά την οδήγηση, αλλά όχι για τον συνοδηγό.
Δεν υπάρχει κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο και το φαινόμενο αντιμετωπίζεται άλλοτε ως εργαλείο πρόληψης και άλλοτε ως παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης.
Ανεξάρτητα από τη νομική διάσταση, υπάρχει και μια ηθική πλευρά. Είναι θεμιτό να ενημερώνεις για την παρουσία της Αστυνομίας ή μήπως προστατεύεις κάποιον που είναι κίνδυνος για τους άλλους;
Η πράξη μπορεί να εκληφθεί ως αλληλεγγύη, αλλά μπορεί να γίνει συνενοχή, όταν ο προειδοποιούμενος είναι μεθυσμένος, ανασφάλιστος ή επικίνδυνος.
Κάποιοι ψυχολόγοι εξηγούν ότι ο άνθρωπος έχει τάση να μοιράζεται πληροφορίες που του δίνουν δύναμη και κοινότητα.
Οι εφαρμογές, τα social media και οι κοινότητες οδηγών δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές από μόνες τους, αλλά απλώς το μέσο επικοινωνίας, προστασίας και δοκιμής των ορίων της ελευθερίας μας.