Τα μυστικά του Μεσσηνιακού κόλπου -Πώς διαμορφώθηκε ο υποθαλάσσιος χώρος μετά τον σεισμό του 1986

Μεσσηνιακός Κόλπος: Νέα μελέτη αποκαλύπτει τα μυστικά του βυθού και τους κινδύνους!

Επιστήμη
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Μια νέα μεταπτυχιακή διατριβή έρχεται να φωτίσει τις γεωλογικές ιδιαιτερότητες του Μεσσηνιακού Κόλπου, αναδεικνύοντας την ανάγκη για συνεχή και εμπεριστατωμένη μελέτη της περιοχής. Η Έφη Βαρώτσου, κόρη του καθηγητή φυσικής Κώστα Βαρώτσου και ανιψιά του σεισμολόγου Παναγιώτη Βαρώτσου, πραγματοποίησε την εν λόγω μελέτη.

Η διατριβή επικεντρώθηκε στην ανάλυση βαθυμετρικών δεδομένων, με στόχο τη δημιουργία ενός λεπτομερούς μορφοτεκτονικού χάρτη του θαλάσσιου πυθμένα του Μεσσηνιακού Κόλπου και τη διερεύνηση της σχέσης του με τον σεισμό του 1986. Όπως εξήγησε στο iefimerida η καθηγήτρια Γεωλογικής Ωκεανογραφίας Εύη Νομικού, τα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικά.

«Η χαρτογράφηση ενός μεγάλου υποθαλάσσιου ρήγματος μήκους 13 χιλιομέτρων, η διαπίστωση πολλών κατολισθήσεων, κάποιες από τις οποίες συνέβησαν μετά τον μεγάλο σεισμό του 1986 με μέγεθος 5,7 βαθμών, μπροστά από την πόλη της Καλαμάτας και κατά μήκος της ρηξιγενούς ζώνης της Δυτικής Μάνης, η χαρτογράφηση πολλών φαραγγιών στην ανατολική πλευρά του κόλπου, ενώ η ανάλυση ανέδειξε επίσης την επίδραση των υποθαλάσσιων διεργασιών και τις μεταβολές της υφαλοκριπίδας», είναι μερικά από τα σημαντικά ευρήματα της μελέτης, σύμφωνα με την κα Νομικού. Επιπλέον, η ανάλυση των ρυθμών ανύψωσης της υφαλοκρηπίδας έδειξε ότι το βορειοανατολικό τμήμα του κόλπου έχει ανυψωθεί κατά 4 έως 31 μέτρα από το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, με μέσους ρυθμούς 0,22–1,72 mm/έτος. Τα αποτελέσματα αυτά, σύμφωνα με την καθηγήτρια, «τεκμηριώνουν τη στενή σχέση μεταξύ ενεργής τεκτονικής και θαλάσσιων γεωκινδύνων στη Μεσσηνία και αναδεικνύουν τη σημασία της συστηματικής παρακολούθησης του θαλάσσιου πυθμένα για την εκτίμηση του σεισμικού κινδύνου».

Η κα Νομικού τόνισε ότι «o Μεσσηνιακός Κόλπος, στο νοτιοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου, αποτελεί μία από τις πιο ενεργές γεωδυναμικά περιοχές της Ελλάδας, στο πλαίσιο του δυτικού Ελληνικού τόξου και κοντά στην Ελληνική τάφρο». Νέα έρευνα, καρπός συνεργασίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Υδρογραφικής Υπηρεσίας Πολεμικού Ναυτικού, φέρνει στο φως κρίσιμα στοιχεία για την μορφοτεκτονική εξέλιξη της περιοχής και τους πιθανούς θαλάσσιους γεωκινδύνους. Η μελέτη αυτή, όπως προαναφέρθηκε, βασίστηκε σε υψηλής ανάλυσης βαθυμετρικά δεδομένα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός λεπτομερούς μορφοτεκτονικού χάρτη του θαλάσσιου πυθμένα.

Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν ότι ο Μεσσηνιακός Κόλπος είναι ασύμμετρος, με ήπια δυτική περιθωριακή ζώνη και απότομη ανατολική πλευρά (κλίσεις 40–50°), όπου εντοπίζεται κύρια ρηξιγενής ζώνη μήκους 31 χιλιομέτρων, με διεύθυνση ΒΔ–ΝΑ, η οποία ελέγχει τη γεωμετρία και την εξέλιξη της λεκάνης. Για πρώτη φορά χαρτογραφήθηκαν υποθαλάσσιες χαράδρες και αύλακες με διευθύνσεις ΒΑ–ΝΔ και Β–Ν, με τη μεγαλύτερη να εκτείνεται σε μήκος 23,8 χιλιομέτρων από την υφαλοκρηπίδα προς το κέντρο της λεκάνης. Στα κύρια συμπεράσματα της μεταπτυχιακής διατριβής της κας Έφης Βαρώτσου αναφέρεται ότι «η μελέτη εντόπισε τεκτονική δραστηριότητα στον Μεσσηνιακό Κόλπο».

Τα ρήγματα, συνδεδεμένα με τον τοπικό και περιφερειακό τεκτονισμό, αποτελούν σημαντική πηγή γεωκινδύνων, καθώς έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν αποκρούσεις στον πυθμένα, ιδιαίτερα κατά μήκος της ρήξης της υφαλοκρηπίδας, ή να προκαλέσουν σημαντικές υποθαλάσσιες κατολισθήσεις. Οι βαθύτερες περιοχές του Κόλπου βρίσκονται σε ίση απόσταση από τις δυτικές και τις ανατολικές ακτές, σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες που έδειχναν το μεγαλύτερο βάθος κοντά στην ανατολική ακτογραμμή, ειδικά νότια της χερσονήσου Κιτριές. Η παρατηρούμενη μετατόπιση του κέντρου συγκέντρωσης της λεκάνης προς τη χερσόνησο Κιτριές αντανακλά μια σημαντική δομική ασυμμετρία εντός του Μεσσηνιακού Κόλπου, πιθανώς αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης τεκτονικής δραστηριότητας κατά μήκος του βορειοανατολικού τόξου.

Ένα ακόμη σημαντικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι «η μορφοτεκτονική ανάλυση υποδηλώνει ότι ο Μεσσηνιακός Κόλπος είναι μια ασύμμετρη ημι-τάφρος με κατεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ, που χαρακτηρίζεται από απότομες πλαγιές με δυτική κλίση (40°) κατά μήκος του ενεργού ανατολικού τόξου». Παρά την απουσία σεισμικών δεδομένων στην παρούσα μελέτη, τα βυθομετρικά και μορφομετρικά δεδομένα παρέχουν μια ισχυρή βάση για τον εντοπισμό περιοχών αυξημένου κινδύνου και την ενημέρωση του σχεδιασμού παράκτιων υποδομών. Η επαναξιολόγηση της παραμόρφωσης της υφαλοκρηπίδας επιβεβαιώνει σημαντική ανύψωση στον ΒΑ Μεσσηνιακό Κόλπο, σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες, υπογραμμίζοντας τη συνεχιζόμενη τεκτονική δραστηριότητα στην περιοχή. Αντίστοιχοι ρυθμοί έχουν αναφερθεί σε άλλες τεκτονικά ενεργές περιοχές του Ελληνικού Τόξου, και ιδιαίτερα στον Κορινθιακό Κόλπο, όπου η ενεργή κανονική δημιουργία ρηγμάτων οδηγεί σε ανύψωση που υπερβαίνει τα 1–2,5 mm/έτος.

Σύμφωνα με την κα Νομικού, εδώ και τρία χρόνια «τρέχει» πρόγραμμα, χρηματοδοτούμενο από το υπουργείο Ενέργειας και Παιδείας της Γερμανίας, με συμμετοχή της Ελλάδας, το οποίο ονομάζεται Multimarex και στοχεύει στην ανάλυση των θαλάσσιων γεωκινδύνων στον ελλαδικό χώρο. «Το πρόγραμμα αυτό έχει επιλέξει δυο περιοχές για εντατική μελέτη, μια εκ των οποίων είναι η Καλαμάτα και η άλλη είναι η Σαντορίνη. Όσον αφορά την περιοχή της Καλαμάτας, οι στόχοι του προγράμματος είναι, να μελετηθούν καλύτερα οι θαλάσσιοι γεωκίνδυνοι στην πόλη, λόγω του σεισμού του 1986 και η επιλογή της βασίστηκε στο γεγονός ότι η περιοχή διαθέτει το ρήγμα που χαρτογραφήθηκε, πολλές κατολισθήσεις ενώ είναι μια περιοχή όπου μπορεί να έχουμε τσουνάμι».