Κάμερες στην Αθήνα: Αποκαλυπτικός καθρέφτης της οδηγικής μας συμπεριφοράς
Οδηγούμε όπως ζούμε: με προχειρότητα, αλαζονεία και την εδραιωμένη πεποίθηση ότι οι συνέπειες αφορούν πάντα τους άλλους. Οι κάμερες δεν αποτελούν τιμωρία, αλλά καθρέφτη. Και αυτό που κατέδειξαν δεν είναι απλώς μια πόλη γεμάτη βιαστικούς οδηγούς, αλλά μια κοινωνία που, πίσω από το τιμόνι, αποκαλύπτει τον χειρότερο εαυτό της.
Μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες, οι κάμερες στην Αθήνα κατέγραψαν 2.500 παραβάσεις που αφορούσαν παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη και οδήγηση με το κινητό τηλέφωνο στο χέρι.
Ο αριθμός αυτός δεν είναι απλώς εντυπωσιακός, αλλά εφιαλτικός. Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει ότι δεν συνιστούν όλες οι περιπτώσεις άμεση απειλή για τη ζωή. Αυτό αναφέρθηκε και σε ανάρτηση στο Facebook, όπου υποστηρίχθηκε ότι υπάρχει μια προσπάθεια τρομοκράτησης. Όπως εξήγησε μάλιστα κάποιος «ειδικός», ορισμένες διελεύσεις έγιναν με «βαθύ πορτοκαλί» – αυτές τις περιπτώσεις όπου περνάς το φανάρι μόλις ανάψει το κόκκινο, έχοντας δύο δευτερόλεπτα «υπέρ» σου. Μα είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα;
Είναι από εκείνες τις καταστάσεις όπου, ως κοινωνία, οφείλουμε να σιωπούμε και να κατεβάζουμε το βλέμμα. Εδώ δεν ευθύνεται το κράτος, δεν μπορούμε να τα φορτώσουμε στις κυβερνήσεις. Δεν φταίει ούτε το οδικό δίκτυο ή το μποτιλιάρισμα που μας βγάζει εκτός εαυτού, αλλά μόνο ο προβληματικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό μας.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι θέμα οδηγικής παιδείας. Ούτε αυτό ισχύει. Δεν χρειάζεται εκπαίδευση για να κατανοήσουμε ότι, όταν παραβιάζουμε τον κόκκινο σηματοδότη, μετατρεπόμαστε σε εν δυνάμει δολοφόνους. Ούτε είναι απαραίτητο να κάθεται ένας δάσκαλος δίπλα μας για να μας εξηγήσει ότι δεν διαθέτουμε τέσσερα μάτια για να μπορούμε να κοιτάμε ταυτόχρονα το κινητό και τον δρόμο. Εκτός αν δεν έχουμε ένα «πενηντάρικο» για να εγκαταστήσουμε Bluetooth στο αυτοκίνητό μας. Σεβαστό τότε. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, ας αποφεύγουμε να κοιτάμε το κινητό μας ή ας μην οδηγούμε καθόλου.
Οι κάμερες καλύπτουν ένα μικρό μόνο τμήμα του οδικού δικτύου της πρωτεύουσας, αλλά αποκαλύπτουν το πλήρες μέγεθος της απερισκεψίας μας. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η εγκληματική συμπεριφορά στους δρόμους; Μήπως είναι η μεσογειακή μας αμεριμνησία και το «σιγά μωρέ αδερφέ, δεν θα γίνει τίποτα»; Ή μήπως η βεβαιότητα της ατιμωρησίας; Όταν παραβιάζουμε τους κανόνες κυκλοφορίας μπροστά στα αστυνομικά όργανα και εκείνα αδιαφορούν, είναι λογικό να αποκτούμε θάρρος. Ή μήπως είναι η έμφυτη αίσθηση της «μαγκιάς» που διακρίνει τον Έλληνα; Ίσως και η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε τα πράγματα: «Δεν χάθηκε ο κόσμος αν περάσω τη στιγμή που το πορτοκαλί αλλάζει σε κόκκινο».
Είναι ένας συνδυασμός όλων αυτών, αν και θα έδινα μεγάλη βαρύτητα στην αίσθηση της ατιμωρησίας που διαμορφώνει τη σχέση μας με το αυτοκίνητο. Θα παραβιάσουμε τον κόκκινο σηματοδότη όπως θα σταθμεύσουμε παράνομα, θα ανεβούμε στο πεζοδρόμιο, θα καταλάβουμε τη ράμπα των αναπήρων ή θα μπούμε σε μονόδρομο για να αποφύγουμε να κάνουμε κύκλους. Εδώ βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα: δεν είναι η άγνοια του κανόνα, αλλά η περιφρόνηση προς τον άλλον. Όταν περνάμε με κόκκινο, δεν θέτουμε σε κίνδυνο μόνο τη δική μας ζωή, αλλά και τη ζωή κάποιου άλλου. Όταν κοιτάμε το κινητό ενώ οδηγούμε, δεν είμαστε απλώς απρόσεκτοι, αλλά δηλώνουμε ότι το μήνυμα, το like ή το story έχουν μεγαλύτερη αξία από τον άνθρωπο που μπορεί να βρεθεί μπροστά μας στο επόμενο δευτερόλεπτο.
Οδηγούμε όπως ζούμε: με προχειρότητα, αλαζονεία και την αταλάντευτη πεποίθηση ότι οι συνέπειες αφορούν πάντα τους άλλους. Οι κάμερες δεν είναι τιμωρία, αλλά καθρέφτης. Και αυτό που έδειξαν αυτές οι τέσσερις μέρες στην Αθήνα δεν είναι μια πόλη γεμάτη βιαστικούς οδηγούς, αλλά μια κοινωνία που, πίσω από το τιμόνι, βγάζει τον χειρότερο εαυτό της. Και μέχρι να το παραδεχτούμε, το κόκκινο θα συνεχίσει να μοιάζει με πράσινο.