Ιερισσός: Ταξίδι στην τέχνη της ξυλοναυπηγικής με έναν μερακλή μάστορα
Σε μια ήσυχη γωνιά της Ιερισσού, η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη αρώματα: αλμύρα θαλασσινού αέρα και τη γλυκιά μυρωδιά του πεύκου.
Εδώ, λυγισμένα στον ατμό, τα στραβόξυλα παίρνουν μορφή πάνω στον σκελετό ενός σκάφους, ενός σκάφους που προορίζεται να ταξιδέψει στα ήρεμα νερά της Ολλανδίας.
Ο Νίκος Γιαννάκης, αφιερώνει τη ζωή του στην ξυλοναυπηγική από το 1985, όταν σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, άφησε τα σχολικά βιβλία για να πιάσει την πριονοκορδέλα. «Κανένα σκάφος δεν είναι πανομοιότυπο», λέει ο Νίκος στο NEWS 24/7, εξηγώντας πως κάθε ψαράς ήθελε ένα σκάφος μοναδικό, που να ξεχωρίζει από τα άλλα.
Η ξυλοναυπηγική τέχνη, ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, άνθισε σε μια εποχή όπου οι μεταφορές γίνονταν κυρίως δια θαλάσσης. Κάθε γωνιά της ελληνικής ακτογραμμής φιλοξενούσε και ένα καρνάγιο, αρκεί να υπήρχε διαθέσιμη ξυλεία.
Ο Νίκος ακολούθησε την παράδοση, αφού τα γράμματα δεν τον συγκινούσαν. Υπηρέτησε στο ναυτικό, όπου έμαθε να σχεδιάζει, σε μια εποχή που τα σκάφη κατασκευάζονταν κυρίως με το μάτι.
«Υπάρχουν τρεις τρόποι να φτιάξεις ένα σκάφος», εξηγεί. «Ο πρώτος είναι το μονόχναρο, βασισμένο αποκλειστικά στην εμπειρία και την αίσθηση. Ο δεύτερος, το μισομόντελο: σκαλίζεις ένα μικρό μοντέλο και, αν σου αρέσει, το μεταφέρεις σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ο τρίτος είναι η σάλα, όπου σχεδιάζεις το σκάφος σε πραγματικό μέγεθος». Από μικρός, περνούσε τα καλοκαίρια στο καρνάγιο, όπου ο πατέρας του άρχισε να του μεταδίδει τα μυστικά της τέχνης. Ξεκίνησε με μινιατούρες και εξομολογείται ότι ακόμα και σήμερα τις προτιμά, γιατί τις βρίσκει πιο διασκεδαστικές και λιγότερο αγχωτικές.
Πριν μάθεις σχέδιο, όμως, πρέπει να γνωρίσεις τα εργαλεία και την κατασκευή, για να έχεις ολοκληρωμένη εικόνα. Την πριονοκορδέλα, τον καταράκτη για τους κορμούς, την πλάνη. Αν δεν τα μάθεις, θα χτυπήσεις. Πρέπει να ξέρεις να το στεγανοποιείς.
Στο παρελθόν, υπήρχαν οι καλαφατάδες, αφιερωμένοι αποκλειστικά στο καλαφάτισμα. Ο μάστορας σχεδίαζε και επιτηρούσε όλη τη διαδικασία. Δούλευαν 20 άτομα και χρειαζόταν ένας χρόνος. Σήμερα, ένα ξύλινο σκάφος 11 μέτρων απαιτεί περίπου οκτώ μήνες. Θα μπορούσα να δουλεύω δύο ή τρία παράλληλα, αλλά δεν υπάρχει ζήτηση.
Η κατασκευή ξεκινά με την καρίνα και τα στραβόξυλα για τον σκελετό. Μετά αρχίζει η διαμόρφωση της καμπύλης. Τα ξύλα μαλακώνουν στον ατμό, λυγίζουν και καρφώνονται. Αν τα ξαναβάλεις στον ατμό, ισιώνουν. Τα πεύκα είναι τα πιο εύκολα στη διαμόρφωση.
Ο Νίκος αντιλαμβάνεται ότι η ζήτηση για ξύλινα σκάφη μειώνεται, αλλά πιστεύει ακράδαντα στην εμπορική και τουριστική τους αξία.
«Αν τοποθετήσεις δίπλα ένα ξύλινο, ένα πλαστικό και ένα σιδερένιο σκάφος, ο τουρίστας θα επιλέξει το ξύλινο. Όπως αναζητά παραδοσιακό φαγητό, έτσι θα προτιμήσει και το παραδοσιακό σκάφος. Η τέχνη αυτή θα μπορούσε να επιβιώσει χάρη στον τουρισμό» τονίζει.
Δυστυχώς, τα τουριστικά σκάφη είναι σπάνια, ίσως ένα κάθε πέντε χρόνια, συνήθως για ιδιώτες. Στον επαγγελματικό τομέα, οι περισσότεροι αγοράζουν μεταχειρισμένα σκάφη από την Τουρκία.
Οι παλιοί καπεταναίοι γνώριζαν πώς να φροντίζουν το ξύλο, αλλά σήμερα οι περισσότεροι πελάτες δεν έχουν αυτή τη γνώση. Στη θάλασσα το ξύλο αντέχει, αλλά όχι στο γλυκό νερό. Γι' αυτό, οι παλιοί, μετά τη βροχή, έπλεναν το σκάφος με θαλασσινό νερό για να το προστατεύσουν.
Σύμφωνα με τον Νίκο, δεν είναι πλέον οικονομικά συμφέρον να κατασκευάζεις καινούργια σκάφη. Οι επισκευές είναι πιο κερδοφόρες, γεγονός που έχει αλλάξει την αγορά.
«Κάποτε, πολλά σκάφη έφευγαν από εδώ. Μέχρι το 1992 υπήρχαν επιδοτήσεις, οι οποίες κόπηκαν, και μετά το 2000 άρχισε η κάμψη. Σήμερα, σε όλη την Ελλάδα, μόλις δέκα άτομα – όχι ναυπηγεία – γνωρίζουν πώς να κατασκευάσουν ξύλινα σκάφη: δύο στην Ιερισσό, τρεις στη Σάμο, ένας στη Σύρο, ένας στην Κρήτη, ένας στον Σταυρό και ένας στην Καβάλα. Στη Σύρο, το 1985, υπήρχαν πάνω από 30 ναυπηγεία. Η Σάμος ξεχωρίζει μέχρι σήμερα, λόγω της καλής ξυλείας – σκληρής μαύρης πεύκης – που της χάρισε φήμη και όνομα».
Το πιο δύσκολο σκάφος που κατασκεύασε ο Νίκος δεν είχε να κάνει με την τεχνική δυσκολία, αλλά με τις συνθήκες: ήταν το πρώτο μετά τον θάνατο του πατέρα του, πριν από δέκα χρόνια. Η πρόκληση ήταν κυρίως ψυχολογική, καθώς έπρεπε να αναλάβει τα πάντα μόνος του.
«Όλοι έλεγαν ότι το σχέδιο δεν θα πετύχει. Ελάχιστοι ξέρουν να διαβάζουν σχέδιο – οι περισσότεροι βασίζονται στην εμπειρία».
Οι φίλοι του είναι κυρίως καλλιτέχνες. Όπως ο Παυλίδης, ο οποίος του εξηγεί πώς «σκαρώνει» τα τραγούδια του, κι εκείνος του λέει πώς φτιάχνει ένα καράβι. Ακόμα και η γυναίκα του, γραφίστρια, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.
«Όταν το σκάφος πέφτει στο νερό, φεύγει το μισό άγχος. Μπαίνω μέσα και το παρατηρώ πώς κάθεται. Κάθομαι στο λιμάνι και περιμένω να δω από πού θα μπάζει νερά. Στο πεύκο, η διαστολή γίνεται μέσα σε οκτώ ώρες. Την επόμενη μέρα έχει φουσκώσει. Αν δεν μπάζει νερά, τότε το απολαμβάνεις πραγματικά».
Η δουλειά του Νίκου είναι μοναχική. Ο κόσμος βλέπει απλά τα ξύλα και, στο τέλος, ένα σκάφος. Εκείνος, όμως, το φαντάζεται ολόκληρο μπροστά του από την πρώτη στιγμή. Όπως τότε, στα δεκαπέντε του, που μπήκε στο ναυπηγείο για πρώτη φορά και ήξερε – χωρίς να του το πει κανείς – ότι θα μείνει εκεί για πάντα.