
Φωρίδης σε Βερβεσό: Ένταση για διάταξη που περιορίζει την πρόσβαση στη δικογραφία
Με φόντο την έντονη κριτική που έχει δεχθεί από τον νομικό κόσμο, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης εξαπέλυσε επίθεση στον πρόεδρο του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσό και σε άλλους «ποινικολογούντες μη Δικηγόρους», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, οι οποίοι «προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ». Αφορμή στάθηκε η κριτική που άσκησαν στην προωθούμενη διάταξη του υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία περιορίζει την πρόσβαση στη δικογραφία για τους κατηγορούμενους στην ποινική δίκη.
Το «ξέσπασμα» του κ. Φλωρίδη προκλήθηκε από το σχόλιο του προέδρου του ΔΣΑ σχετικά με την επίμαχη προωθούμενη διάταξη. Ο κ. Βερβεσός ανάρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook έναν στίχο του Νίκου Καββαδία: «Πολλά έχουν δει τα μάτια μου μα αυτό μου φέρνει τρόμο».
Εκτός από τον πρόεδρο του ΔΣΑ, ενστάσεις εξέφρασε και ο Επιστημονικός Σύλλογος Δικηγόρων «Οι Ποινικολόγοι», οι οποίοι κατηγόρησαν το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι προωθεί, χωρίς καμία διαβούλευση, μία διάταξη που φέρνει απαγορεύσεις στην πρόσβαση του υλικού της δικογραφίας από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό υπεράσπισης. Σύμφωνα με τους «Ποινικολόγους», αυτό «συνιστά ευθεία παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος της υπεράσπισης και αντίκειται στην δημοκρατική αρχή της δίκαιης δίκης που αφορά το δικαίωμα του κατηγορούμενου για συμμετοχή του ενεργά στην διαδικασία για την προάσπιση των δικαιωμάτων του».
«Η εν λόγω διάταξη είναι ικανή να οδηγήσει σε κατάφωρες αδικίες για τον κατηγορούμενο, παραβιάζοντας σφόδρα τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, γεννώντας ζητήματα νομιμότητας και προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη» προσθέτουν οι Ποινικολόγοι, επισημαίνοντας πως είναι ασαφής η διατύπωση «για λόγους δημοσίου συμφέροντος», βάσει των οποίων θα επιτρέπεται η απαγόρευση πρόσβασης. Επιπλέον, τονίζουν ότι «Η παρέμβαση δε αυτή και μάλιστα από Ευρωπαϊκή Οδηγία συνιστά ευθεία οπισθοδρόμηση στο νομικό μας πολιτισμό, επιστρέφοντάς μας σε άλλες εποχές».
Οι Ποινικολόγοι αφήνουν, επίσης, αιχμές για την έλλειψη ενημέρωσης και διαλόγου με τον νομικό κόσμο, ο οποίος, όπως αναφέρουν, μαθαίνει τα νέα από τα ΜΜΕ.
Κριτική άσκησε και η Τομεάρχης Δικαιοσύνης, Θεσμών και Διαφάνειας ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και βουλευτής Λάρισας Ευαγγελία Λιακούλη, η οποία ανέφερε χαρακτηριστικά στην ομιλία της στη Βουλή για το προωθούμενο νομοσχέδιο και την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας: «Έχουμε χάσει πια το μέτρημα στις τροποποιήσεις. Φέρνετε πάλι αλλαγές, λίγους μήνες μετά τις τελευταίες και ανάμεσα σ’αυτές και τη δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος του κατηγορουμένου για πρόσβαση στη δικογραφία για λόγους προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων άλλου προσώπου ή για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή αλλαγή, μια διάταξη που υπήρχε στο παρελθόν και καταργήθηκε και σήμερα την επαναφέρετε. Έχοντας ζήσει όμως το σκάνδαλο των υποκλοπών και τη διάθεσή σας για συνεχή αυστηροποίηση του πλαισίου, προκαλούνται ερωτηματικά για το πώς οι γενικές έννοιες που βάζετε θα αξιοποιηθούν».
Σε απάντηση, ο κ. Φλωρίδης σε ανάρτησή του αναφέρει ότι η εν λόγω διάταξη είχε έρθει και είχε υιοθετηθεί για πρώτη φορά από τη Βουλή το 2014, στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Η διάταξη, προσθέτει, ίσχυε μέχρι το 2019 που την κατήργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και στο διάστημα των πέντε ετών «ΔΕΝ προκαλούσε τρόμο» ενώ «ψηφίστηκε από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ». Ο κ. Φλωρίδης υποστηρίζει ότι εφόσον η διάταξη αυτή υπερψηφίστηκε πριν από δέκα χρόνια από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και εν συνεχεία καταργήθηκε, δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμία αντίδραση.
Αναφορικά με το κατά πόσο μία τέτοια διάταξη μπορεί να πλήξει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ο οποίος είναι πιθανόν να κληθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του χωρίς να έχει πλήρη εικόνα των στοιχείων και των κατηγοριών που τον βαραίνουν, ο κ. Φλωρίδης παραθέτει ονομαστικά υποθέσεις του ΕΔΔΑ, στις οποίες το δικαστήριο έκρινε ότι η αποκάλυψη όλων των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων δεν είναι απόλυτη. Ωστόσο, δεν απαντά στο ζήτημα της διευκρίνισης του ασαφούς όρου «δημόσιο συμφέρον» που εισάγεται στη διάταξη, στους τρόπους αξιολόγησής του ή ακόμα και στο ποιος είναι αρμόδιος να αξιολογήσει εάν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι «δημοσίου συμφέροντος».