Σε κενό αέρος τα ελληνοτουρκικά

Ελληνοτουρκικά: Γιατί ναυάγησε η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν και τι σημαίνει αυτό;

Πολιτική
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Οι ετήσιες Γενικές Συνελεύσεις του ΟΗΕ φαίνεται πως παίζουν καθοριστικό ρόλο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από τη δύσκολη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν το 2019, που προμήνυε μια περίοδο έντασης, μέχρι τη συνάντηση του 2023 που άνοιξε τον δρόμο για τη «Διακήρυξη των Αθηνών», οι συναντήσεις αυτές αποτελούν ορόσημο. Όμως, η ακύρωση της συνάντησης στη Νέα Υόρκη από τον Ερντογάν, θέτει την ελληνική διπλωματία προ των ευθυνών της και απαιτεί δύσκολες αποφάσεις.

Το ερώτημα είναι τι θα γίνει με τις ελληνοτουρκικές επαφές. Όπως φαίνεται, το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας δεν θα πραγματοποιηθεί σύντομα, παρά τη συνέχιση των υπόλοιπων επαφών (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, θετική ατζέντα, πολιτικός διάλογος). Παρατηρητές διερωτώνται για τη βιωσιμότητα του πολιτικού διαλόγου χωρίς ουσιαστικό έδαφος. Ο δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν παραμένει ανοιχτός, αλλά εγείρεται το ερώτημα αν απαιτείται μια νέα προσέγγιση.

Από τα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος, η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ήταν το μόνο που αναφέρθηκε δημόσια από Τραμπ και Ερντογάν.

Παρά την ανάγκη για «ήρεμα νερά», γίνεται αντιληπτό ότι η Ελλάδα δεν κερδίζει κάτι από την προσέγγιση με την Τουρκία μετά το 2023, εκτός από την ικανοποίηση των νησιωτών με την τουριστική βίζα. Αντίθετα, η παράταση αυτής της διαδικασίας επιτρέπει στον Ερντογάν να προβάλλει την Τουρκία ως πυλώνα σταθερότητας και συνεργασίας με τη Δύση.

Η Αθήνα φαίνεται εγκλωβισμένη σε «ήρεμα νερά», χωρίς να έχει αποσπάσει δεσμεύσεις για την επίλυση ζητημάτων. Η κατάργηση των διερευνητικών επαφών, που εξέταζαν συγκεκριμένες διαφορές, έχει αντικατασταθεί από έναν πολιτικό διάλογο όπου συζητούνται τα πάντα.

Εν μέσω αυτού του τέλματος, εγείρεται το ερώτημα αν η κυβέρνηση Τραμπ θα ασχοληθεί με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η άφιξη της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ Κίμπερλι Γκίλφοϊλ και η παρουσία του Τομ Μπάρακ ως εκπροσώπου των αμερικανικών συμφερόντων στην Τουρκία, μπορεί να δημιουργήσουν κινητικότητα, αν και υπάρχουν άλλες προτεραιότητες.

Στην Αθήνα παρακολούθησαν με ενδιαφέρον τη συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν και αντιλήφθηκαν ότι η καλή προσωπική σχέση μεταξύ τους παραμένει σημαντική. Επισημάνθηκε ότι η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ήταν το μόνο θέμα που αναφέρθηκε και από τους δύο. Αυτό οφείλεται στην πρόσφατη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην Ουάσιγκτον και στην κινητικότητα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου. Ο σεβασμός προς τον κ.κ. Βαρθολομαίο ήταν εμφανής σε συζητήσεις Ελλήνων και Τούρκων αξιωματούχων στην Ουάσιγκτον.

Επίσης, σημαντική είναι η οργή του Τραμπ για τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, μετά το χτύπημα στην Ντόχα του Κατάρ. Ο Λευκός Οίκος έχει περιορίσει τις επαφές με το εβραϊκό λόμπι, γεγονός που αφορά και την Ελλάδα, καθώς τα προηγούμενα χρόνια είχε ανοίξει πόρτες με τη βοήθεια εβραϊκών οργανώσεων. Αυτό προσθέτει δυσκολίες στην ελληνική διπλωματία, η οποία προσπαθεί να μην πληγώσει τη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ.

Επιστρέφοντας από τη Νέα Υόρκη, ο Μητσοτάκης έχει να αντιμετωπίσει εκκρεμότητες, με κυριότερη την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, το έργο Great Sea Interconnector (GSI). Παρά τις διαβεβαιώσεις, η τύχη του GSI κρέμεται από μια κλωστή.

Η κυπριακή αμφιθυμία για το έργο και οι τριβές Αθηνών – Λευκωσίας, η επανάληψη από τον Ερντογάν ότι δυτικά της Κύπρου δεν μπορεί να γίνει κάτι χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας, και η στάση της Γαλλίας, η οποία θεωρεί ότι ο GSI έχει "κολλήσει" σε επιχειρηματικές διαφωνίες, δημιουργούν ένα δύσκολο σκηνικό.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή στην Κάσο κρίνεται δύσκολη, και η Αθήνα έχει επικεντρωθεί στα νότια της Κρήτης, όπου η Chevron έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον, προκαλώντας τον εκνευρισμό της Τουρκίας και επαναφέροντας τα σενάρια κρίσης.

Παραμένει ερώτημα με ποιο τρόπο συζητήθηκαν τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου στον Λευκό Οίκο ανάμεσα στους Τραμπ και Ερντογάν.

Ως προς τον κανονισμό SAFE, θα αυξηθούν οι πιέσεις προς την Αθήνα. Ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε θέλει να συναντήσει τον Μητσοτάκη στην Κοπεγχάγη για να του ζητήσει να μην εγείρει εμπόδια στη συμμετοχή της Τουρκίας στα δάνεια του SAFE και να αυξήσει τη βοήθεια στην Ουκρανία αγοράζοντας αμερικανικά όπλα.

Η συνάντηση Μητσοτάκη και Ερντογάν είχε προγραμματιστεί για τις 23 Σεπτεμβρίου. Όμως, ο Λευκός Οίκος είχε ανακοινώσει μια μίνι διάσκεψη του Τραμπ με μουσουλμάνους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν, λίγο μετά τη συνάντηση με τον Μητσοτάκη.

Το επιτελείο του Ερντογάν γνώριζε ότι η διάσκεψη καθιστούσε ανέφικτη τη συνάντηση με τον Μητσοτάκη, αλλά το τηλεφώνημα για την αναβολή ήρθε την ίδια ημέρα. Η ελληνική πλευρά αιφνιδιάστηκε, καθώς περίμενε μετακίνηση της ώρας, αλλά όχι ακύρωση.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά πρότεινε εναλλακτικές λύσεις για μια σύντομη συνάντηση την επόμενη ημέρα.

Όμως, ο Ερντογάν είχε προγραμματίσει να πετάξει για την Ουάσιγκτον. Έπειτα από αναμονή έξι ωρών, έγινε γνωστό ότι δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί χρόνος για επαναπροσδιορισμό του ραντεβού.