
Υποκατάστατα ζάχαρης: Κίνδυνος για τον εγκέφαλο; Τι αποκαλύπτει νέα έρευνα
Σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη, η κατανάλωση τεχνητών υποκατάστατων ζάχαρης συνδέεται με ταχύτερο ρυθμό νοητικής εξασθένησης. Η έρευνα, η οποία διήρκεσε οκτώ χρόνια και πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία σε δείγμα 12.772 ατόμων, δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Neurology». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρήση τεχνητών γλυκαντικών ουσιών μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των λειτουργιών του εγκεφάλου, με πιθανές μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες.
Ο κλινικός διαιτολόγος, βιολόγος και προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος στο ΓΝΑ Λαϊκό, Χάρης Δημοσθενόπουλος, μιλώντας στο Πρακτορείο FM και στην εκπομπή της Τάνιας Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ», τόνισε ότι η μελέτη αυτή, παρότι δεν αποτελεί επίσημη οδηγία, θέτει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια των γλυκαντικών και την πιθανή τους επίδραση στη μνήμη, την ικανότητα μάθησης και τις γνωστικές λειτουργίες.
Ερωτηθείς σχετικά με τις επιπτώσεις της ζάχαρης, ο κ. Δημοσθενόπουλος απάντησε: «Δεν θα μπορούσαμε σίγουρα να της αποδώσουμε εθιστική δράση, όπως συμβαίνει με άλλες ουσίες, όπως είναι το αλκοόλ, η νικοτίνη κλπ. Αλλά σίγουρα αυτό που νιώθουμε είναι ότι κάποιες φορές την έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη, που μπορεί να βγούμε από το σπίτι για να πάμε να την αναζητήσουμε με κάθε τρόπο. Αυτό όμως, που κυρίως νιώθουμε είναι συμπεριφορική εξάρτηση. Δηλαδή, νιώθουμε έντονη επιθυμία να φάμε κάτι γλυκό, κυρίως σαν ανταμοιβή, σαν μία πηγή άμεσης ευχαρίστησης, δεδομένου ότι γνωρίζουμε πως η απελευθέρωση ντοπαμίνης ακολουθεί την κατανάλωση της ζάχαρης». Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η ζάχαρη έχει ενοχοποιηθεί υπερβολικά για την παχυσαρκία, καθώς το θερμιδικό της φορτίο δεν είναι τόσο μεγάλο. Όμως, συνήθως συνδυάζεται με τρόφιμα πλούσια σε λιπαρά, τα οποία δεν προκαλούν κορεσμό, οδηγώντας έτσι σε αυξημένη κατανάλωση θερμίδων. Και κατέληξε τονίζοντας ότι «το σίγουρο πάντως, είναι ότι η ζάχαρη χαλάει τα δόντια».
Σε ερώτηση για τα συμπτώματα που εμφανίζονται κατά τη διακοπή της ζάχαρης, ο κ. Δημοσθενόπουλος απάντησε: «Τις πρώτες μέρες έχουμε ίσως περισσότερες λιγούρες, ή νιώθουμε λίγο πιο έντονο πονοκέφαλο, αλλά αυτό περνάει πολύ γρήγορα. Στη συνέχεια, υπάρχει μία καλύτερη ισορροπία στα επίπεδα γλυκόζης και στα επίπεδα της έκκρισης ινσουλίνης, (μηχανισμός που σε έναν άνθρωπο που δεν έχει διαβήτη, είναι σημαντικός και για τη ρύθμιση του βάρους). Μειώνονται οι λιγούρες και η ανάγκη κανείς να τσιμπολογάει κι έτσι ακολούθως μειώνονται και οι θερμίδες και αυτό με έμμεσο τρόπο ισορροπεί το βάρος μας και άλλους μεταβολικούς δείκτες».
Ο κ. Δημοσθενόπουλος συμβούλεψε την κατανάλωση φυσικών πηγών σακχάρων, όπως φρούτα, μέλι ή σιρόπι σφενδάμου. Όσον αφορά την επιλογή μεταξύ μαύρης ζάχαρης και γλυκαντικού, τόνισε ότι η μαύρη ζάχαρη είναι παρόμοια με την άσπρη και πρότεινε τη μελάσα, η οποία, αν και δεν έχει ιδιαίτερα ελκυστική γεύση, είναι υγιεινή και βοηθά στη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης συνδέεται με προβλήματα υγείας, όπως παχυσαρκία, λιπώδης νόσος του ήπατος, διαβήτης τύπου 2, καρδιακές παθήσεις και καρκίνος.
Ωστόσο, η μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης μπορεί να επιφέρει σημαντικά οφέλη. Η Amy Goodson, διατροφολόγος και εγγεγραμμένη διαιτολόγος, δήλωσε στο National Geographic ότι ακόμα και λίγες ημέρες μετά τη μείωση της ζάχαρης, μπορεί να παρατηρηθούν βελτιώσεις στη διάθεση, την υγεία του δέρματος, την οδοντική υγιεινή, τη γνωστική λειτουργία και την αθλητική απόδοση.
Δεν είναι όλα τα είδη ζάχαρης επιβλαβή. Υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των φυσικών και των προστιθέμενων σακχάρων. Τα φυσικά σάκχαρα, όπως η γλυκόζη στο ψωμί, η φρουκτόζη στα φρούτα και η λακτόζη στο γάλα, παρέχουν ενέργεια και γεύση, ενώ παράλληλα προσφέρουν σημαντικές βιταμίνες, μέταλλα και άλλα θρεπτικά συστατικά.
Για παράδειγμα, τα μάνγκο περιέχουν μεγάλη ποσότητα φυσικών σακχάρων, αλλά είναι επίσης πλούσια σε πρωτεΐνες, ασβέστιο, σίδηρο, μαγνήσιο, κάλιο, βιταμίνη C και φυτικές ίνες, οι οποίες επιβραδύνουν την απορρόφηση της ζάχαρης. Η Alice Lichtenstein, ανώτερη επιστήμονας και επικεφαλής του τμήματος διατροφής και πρόληψης χρόνιων ασθενειών στο Jean Mayer USDA Human Nutrition Research Center on Aging στο Πανεπιστήμιο Tufts, εξηγεί ότι οι φυτικές ίνες βοηθούν τον οργανισμό να διαχειριστεί τη ζάχαρη, ελαχιστοποιώντας τις αιχμές του σακχάρου στο αίμα και διατηρώντας σταθερά τα επίπεδα ενέργειας.
Αντίθετα, τα προστιθέμενα σάκχαρα είναι αυτά που προστίθενται στα τρόφιμα και τα ποτά κατά την επεξεργασία, το μαγείρεμα ή στο τραπέζι. Η Goodson επισημαίνει ότι τα προστιθέμενα σάκχαρα αναγράφονται στην ετικέτα των τροφίμων και η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων συνιστά τον περιορισμό της κατανάλωσής τους στα 50 γραμμάρια την ημέρα.
Υπάρχουν πάνω από 260 ονόματα για τα διάφορα πρόσθετα σάκχαρα στις ετικέτες των τροφίμων, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση, τη βελτίωση της υφής και της γεύσης. Δυστυχώς, τα τρόφιμα με πρόσθετα σάκχαρα συνήθως δεν παρέχουν σημαντικές ποσότητες βιταμινών, μετάλλων ή φυτικών ινών. Η Katherine Zeratsky, εγγεγραμμένη διαιτολόγος-διατροφολόγος στην Mayo Clinic, εξηγεί ότι τα πρόσθετα σάκχαρα αναφέρονται συχνά ως «κενές θερμίδες», καθώς στερούνται θρεπτικών συστατικών.
Οι βλάβες που σχετίζονται με την υπερβολική κατανάλωση προστιθέμενων σακχάρων είναι σημαντικές και περιλαμβάνουν αυξημένο κίνδυνο αυτοάνοσων διαταραχών, υψηλότερη αρτηριακή πίεση και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Μια μελέτη του 2023 του BMC Medicine έδειξε ότι ακόμη και μια αύξηση κατά 5% των προστιθέμενων σακχάρων συνοδεύεται από 6% υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου και 10% υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Η Elaine Hon, κλινική διαιτολόγος και πιστοποιημένη ειδική σε θέματα φροντίδας και εκπαίδευσης για τον διαβήτη στο Stanford Health Care, εξηγεί ότι η ζάχαρη που δεν χρησιμοποιείται για ενέργεια αποθηκεύεται ως λίπος, οδηγώντας σε αύξηση του σωματικού βάρους και αντίσταση στην ινσουλίνη, καταλήγοντας σε διαβήτη, παχυσαρκία και συναφή προβλήματα.
Επιπλέον, η Goodson αναφέρει ότι η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αποθήκευση λίπους στο ήπαρ, συμβάλλοντας στη λιπώδη ηπατική νόσο. Τα προστιθέμενα σάκχαρα τροφοδοτούν επίσης τα κακά βακτήρια στο έντερο, προκαλώντας χρόνια φλεγμονή και ανισορροπία των υγιών οργανισμών, η οποία συνδέεται με προβλήματα ψυχικής υγείας, σύμφωνα με την Uma Naidoo, διατροφική ψυχίατρο.
Η μείωση των προστιθέμενων σακχάρων μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής, καθώς μειώνει την παραγωγή επιβλαβών μορίων (AGEs) που σχετίζονται με την πρόωρη γήρανση και χρόνιες παθήσεις. Η Jen Messer, εγγεγραμμένη διαιτολόγος, εξηγεί ότι η περίσσεια ζάχαρης στο αίμα μπορεί να συνδεθεί με λιπίδια ή πρωτεΐνες, όπως το κολλαγόνο και η ελαστίνη, συμβάλλοντας στη γήρανση του δέρματος.
Η κατανάλωση λιγότερης ζάχαρης βελτιώνει την υγεία του δέρματος, την ποιότητα του ύπνου και τη διάθεση. Επίσης, μπορεί να ενισχύσει την αθλητική αντοχή, σταθεροποιώντας τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, σύμφωνα με την Goodson.
Για να μειώσετε την κατανάλωση ζάχαρης, αρχίστε εντοπίζοντας τις πηγές προστιθέμενων σακχάρων στη διατροφή σας. Αποφύγετε τα ροφήματα με ζάχαρη, όπως η σόδα, και ελέγχετε τις ετικέτες των τροφίμων. Η Messer προτείνει τη σταδιακή μείωση της ζάχαρης στις συνταγές και την αντικατάστασή της με μπαχαρικά όπως κανέλα, μοσχοκάρυδο, βανίλια ή εκχύλισμα αμυγδάλου.
Η Goodson καταλήγει ότι μικρές, συνεπείς αλλαγές στη διατροφή μπορούν να βελτιώσουν την υγεία και την ευεξία, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.