Σεροτονίνη: Η «ορμόνη της ευτυχίας» και ο απρόσμενος ρόλος της στον καρκίνο
Η σεροτονίνη, ευρέως γνωστή ως η «ορμόνη της ευτυχίας» λόγω της συμβολής της στη ρύθμιση της διάθεσης, βρίσκεται στο επίκεντρο νέων ερευνών. Αυτές οι έρευνες υποδεικνύουν ότι το μόριο αυτό μπορεί να διαδραματίζει έναν απρόσμενο ρόλο στην ανάπτυξη του καρκίνου. Αυτός ο ρόλος δεν συνδέεται με τις επιδράσεις της στον εγκέφαλο, αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό μηχανισμό σε άλλα μέρη του σώματος.
Ενώ παραδοσιακά η σεροτονίνη συνδέεται με τον εγκέφαλο, περίπου το 95% της συνολικής ποσότητας στον οργανισμό παράγεται στο έντερο. Από εκεί, εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και αλληλεπιδρά με διάφορα όργανα και ιστούς, όπως το ήπαρ, το πάγκρεας, οι μύες, τα οστά, ο λιπώδης ιστός και τα κύτταρα του ανοσοποιητικού.
Η σεροτονίνη που παράγεται στο έντερο συντελεί στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα μέσω της δράσης της στο ήπαρ και το πάγκρεας, καθώς και στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος μέσω του λιπώδους ιστού. Επιπλέον, συμβάλλει στη διατήρηση της υγείας των οστών, στη διέγερση της όρεξης και της κινητικότητας του εντέρου, στη σεξουαλική λειτουργία, στην επούλωση των πληγών και στην ενίσχυση της ανοσίας έναντι επιβλαβών μικροοργανισμών. Με λίγα λόγια, η σεροτονίνη επηρεάζει πολλές κυτταρικές λειτουργίες σε όλο το σώμα, με επιδράσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τη ρύθμιση της διάθεσης.
Το 2019, επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή Icahn του Mount Sinai στη Νέα Υόρκη ανακάλυψαν ότι η σεροτονίνη μπορεί να εισέλθει στα κύτταρα και να αλληλεπιδράσει άμεσα με το DNA. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η σεροτονίνη συνδέεται με μοριακούς «διακόπτες» που καθορίζουν αν ένα γονίδιο είναι ενεργό ή ανενεργό, και ότι αυτή η σύνδεση μπορεί να ενεργοποιήσει συγκεκριμένα γονίδια.
Έκτοτε, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι η σεροτονίνη ενεργοποιεί γονίδια που σχετίζονται με την ανάπτυξη του καρκίνου. Αυτός ο μηχανισμός έχει παρατηρηθεί σε καρκίνους του εγκεφάλου, του ήπατος και του παγκρέατος, και πιθανόν να εμπλέκεται και σε άλλους τύπους καρκίνου.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Λίμερικ στην Ιρλανδία μελετούν την αλληλεπίδραση της σεροτονίνης με το DNA, με σκοπό να κατανοήσουν πώς επηρεάζει τον καρκίνο. Η αναγνώριση των σημείων όπου η σεροτονίνη συνδέεται με γονίδια που σχετίζονται με τον καρκίνο θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη στοχευμένων επιγενετικών θεραπειών. Αυτές οι θεραπείες στοχεύουν να επαναπρογραμματίσουν τα καρκινικά κύτταρα, τροποποιώντας την έκφραση των γονιδίων τους, χωρίς να αλλάζουν τη γενετική αλληλουχία του DNA. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαν να απενεργοποιήσουν επιβλαβή γονίδια και να ενεργοποιήσουν προστατευτικά, προσφέροντας ακριβέστερη στόχευση σε σχέση με τις σημερινές μεθόδους, όπως η χειρουργική επέμβαση, η χημειοθεραπεία ή η ακτινοθεραπεία.
Οι επιστήμονες εξετάζουν επίσης το πώς η σεροτονίνη που παράγεται στο έντερο φτάνει στα καρκινικά κύτταρα. Η κατανόηση αυτής της οδού θα μπορούσε να επιτρέψει στους γιατρούς να ρυθμίζουν τα επίπεδα της σεροτονίνης στους ασθενείς, μέσω διατροφικών παρεμβάσεων, διατήρησης ενός υγιούς μικροβιώματος ή ακόμη και με αντικαταθλιπτικά φάρμακα γνωστά ως εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs). Τα SSRIs μπλοκάρουν τα μικροσκοπικά κανάλια μεταφοράς μέσω των οποίων τα κύτταρα απορροφούν τη σεροτονίνη, περιορίζοντας έτσι την είσοδο της σεροτονίνης στα καρκινικά κύτταρα.
Η σεροτονίνη του εγκεφάλου και του εντέρου λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα. Η σεροτονίνη που επηρεάζει τη διάθεση δεν φαίνεται να ευνοεί την ανάπτυξη καρκίνου. Για παράδειγμα, άτομα με κατάθλιψη μπορεί να έχουν χαμηλότερα επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο, αλλά η σεροτονίνη του εντέρου δεν επηρεάζει άμεσα αυτή τη δραστηριότητα. Τα αντικαταθλιπτικά SSRIs αυξάνουν τα επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο, και επομένως οι ασθενείς που τα λαμβάνουν δεν χρειάζεται να ανησυχούν ότι τα φάρμακα αυτά μπορεί να προάγουν τον καρκίνο. Αντιθέτως, όπως αναφέρθηκε, πρώιμες μελέτες υποδεικνύουν ότι τα SSRIs ίσως έχουν ευεργετική επίδραση έναντι ορισμένων μορφών καρκίνου, αν και απαιτούνται μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές για να επιβεβαιωθεί αυτό.
Η έρευνα στοχεύει να χαρτογραφήσει με λεπτομέρεια τον ρόλο της σεροτονίνης σε διάφορους ιστούς και κυτταρικά μονοπάτια, ανοίγοντας πιθανώς νέους δρόμους θεραπείας. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις. Απαιτείται καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η σεροτονίνη αλληλεπιδρά με τα καρκινικά γονίδια, καθώς και ακριβή συστήματα χορήγησης φαρμάκων που να εξασφαλίζουν ότι οι επιγενετικές θεραπείες φτάνουν στον στόχο τους. Τα υποσχόμενα ευρήματα των πειραμάτων πρέπει να επιβεβαιωθούν σε πειραματόζωα και σε ανθρώπινες κλινικές δοκιμές, πριν καταστεί δυνατή η εξαγωγή ασφαλών επιστημονικών συμπερασμάτων. Αν καταστεί εφικτή η ανάπτυξη θεραπειών που στοχεύουν ειδικά τη δράση της σεροτονίνης στα καρκινικά κύτταρα, οι όγκοι θα μπορούσαν να γίνουν ηπιότεροι και πιο εύκολο να αφαιρεθούν, με πολύ μικρότερη πιθανότητα υποτροπής.
ΠΗΓΗ: The Conversation