Παιδική μοναξιά: Σύνδεση με άνοια και γνωστική έκπτωση – Νέα δεδομένα
Μια νέα μελέτη υποδεικνύει ότι οι ρίζες της γνωστικής έκπτωσης στην ενήλικη ζωή ενδέχεται να ξεκινούν από την παιδική ηλικία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η παιδική μοναξιά συνδέεται έντονα με επιταχυνόμενη γνωστική έκπτωση και σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο άνοιας σε άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω. Ο κρίσιμος παράγοντας δεν ήταν απλώς η απουσία φίλων, αλλά το υποκειμενικό, συναισθηματικό αίσθημα της μοναξιάς, το οποίο αύξησε σημαντικά τον κίνδυνο άνοιας, ακόμη και για όσους είχαν φίλους.
Μάλιστα, η σύνδεση παρέμεινε ακόμη και για όσους δεν ένιωθαν πλέον μοναξιά στην ενήλικη ζωή. Αυτό υποδηλώνει ότι οι βλαβερές επιπτώσεις της απομόνωσης στα πρώτα χρόνια της ζωής μπορούν να αφήσουν ένα μακροχρόνιο αποτύπωμα στην υγεία του εγκεφάλου.
Η μοναξιά σε οποιαδήποτε ηλικία είναι ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για γνωστική έκπτωση και άνοια, αλλά οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παιδικής μοναξιάς δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Αυτό είναι κρίσιμο, καθώς η παιδική ηλικία είναι μια περίοδος σημαντικής ανάπτυξης του εγκεφάλου, όπου το παιδί είναι ιδιαίτερα ευάλωτο σε στρεσογόνους παράγοντες, όπως η μοναξιά, η φτώχεια, η επισιτιστική ανασφάλεια, η παραμέληση και ο εκφοβισμός.
Σχεδόν οι μισοί από τους ενήλικες στη μελέτη ανέφεραν ότι ένιωθαν μοναξιά και δεν είχαν κοντινούς φίλους στην παιδική ηλικία. Άτομα που ένιωθαν μοναξιά ως παιδιά ξεκίνησαν τη μέση ηλικία με χαμηλότερες δεξιότητες μνήμης και σκέψης. Επιπλέον, οι γνωστικές τους ικανότητες υποχωρούσαν ταχύτερα κάθε χρόνο σε σχέση με όσους δεν ένιωθαν μοναξιά ως παιδιά.
Η έρευνα ήταν μια συνεργατική προσπάθεια επιστημόνων από πανεπιστήμια της Κίνας, της Αυστραλίας και των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων Harvard και Boston. Η ομάδα ανέλυσε δεδομένα από μια μεγάλη, μακροχρόνια μελέτη Κινέζων ενηλίκων, εστιάζοντας σε πάνω από 13.592 συμμετέχοντες. Παρακολούθησαν την γνωστική τους υγεία από τον Ιούνιο του 2011 έως τον Δεκέμβριο του 2018, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παραμόρφωση των δεδομένων λόγω της πανδημίας COVID.
Η μελέτη όρισε την «παιδική μοναξιά» ως τη συχνή αίσθηση μοναξιάς και την έλλειψη κοντινών φίλων και παρακολούθησε τους συμμετέχοντες για επτά χρόνια, χρησιμοποιώντας επαναλαμβανόμενα γνωστικά τεστ για τη μέτρηση της έκπτωσης και παρακολουθώντας ποιοι ανέπτυξαν άνοια.
Τα αποτελέσματα έδειξαν άμεση σύνδεση μεταξύ παιδικής μοναξιάς και αυξημένου κινδύνου εμφάνισης άνοιας. Ενήλικες που θυμούνταν μια παιδική ηλικία με μοναξιά και έλλειψη κοντινών φίλων αντιμετώπιζαν 41% υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας.
Άτομα που απάντησαν «ναι» στην ερώτηση «Συχνά ένιωθα μοναξιά» είχαν 51% υψηλότερο κίνδυνο άνοιας, ακόμη και αν κάποιοι είχαν φίλους. Η σύνδεση με την άνοια παρέμεινε ισχυρή ακόμη και για όσους δεν ήταν πλέον μοναχικοί στην ενήλικη ζωή, υποδηλώνοντας ότι η εμπειρία της μοναξιάς στα παιδικά χρόνια μπορεί να αφήσει άμεσο και μακροχρόνιο σημάδι στον εγκέφαλο.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό JAMA Network Open. Αν και οι ακριβείς μηχανισμοί παραμένουν ασαφείς, η μελέτη είναι η πρώτη που ταυτοποιεί τη μοναξιά ως βασικό παράγοντα κινδύνου.
Κατά την παιδική ηλικία, ο εγκέφαλος αναπτύσσεται ραγδαία και είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε βλάβες. Η μοναξιά αποτελεί χρόνιο στρεσογόνο παράγοντα, πλημμυρίζοντας τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο με επιβλαβείς ορμόνες που μπορούν να βλάψουν σημαντικά κέντρα μνήμης. Ταυτόχρονα, στερεί από τον εγκέφαλο την απαραίτητη γνωστική άσκηση που προκύπτει από το παιχνίδι και την αλληλεπίδραση με άλλα παιδιά, που χτίζει ισχυρά νευρωνικά δίκτυα για μνήμη και κριτική σκέψη.
Μελέτη του 2024 σε πάνω από 10.000 ηλικιωμένους διαπίστωσε ότι συγκεκριμένες δυσκολίες στην παιδική ηλικία, όπως φτώχεια, διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον ή εξάρτηση γονέα, συνδέονται άμεσα με φτωχότερη γνωστική λειτουργία αργότερα στη ζωή. Το πρόβλημα της μοναξιάς των νέων γίνεται όλο και πιο έντονο, εν μέρει λόγω της ευρείας χρήσης των social media.