
«Μονόδρομος»: Οι ΗΠΑ πιέζουν την ΕΕ για αλλαγές στην κλιματική νομοθεσία
Οι ΗΠΑ ζητούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση να χαλαρώσει μέρος της νομοθεσίας της για την κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με τους Financial Times, λίγους μήνες μετά τη διμερή συμφωνία για τους δασμούς. Η κίνηση αυτή έρχεται παρά την ήδη «ετεροβαρή» εμπορική συμφωνία, στην οποία συναίνεσε η Κομισιόν, προκειμένου να αποφευχθεί ένας πιθανός εμπορικός πόλεμος.
Σύμφωνα με έγγραφο της αμερικανικής κυβέρνησης που είδαν οι Financial Times, η Ουάσιγκτον ζήτησε από τις Βρυξέλλες να καταργήσουν την απαίτηση για τις μη ευρωπαϊκές εταιρείες να παρέχουν «σχέδια συμβατά με την κλιματική μετάβαση». Επιπλέον, απαιτείται από την ΕΕ να τροποποιήσει την περιβαλλοντική νομοθεσία που αφορά τις αλυσίδες εφοδιασμού, έτσι ώστε να μην αποκλείονται αμερικανικές και άλλες εταιρείες από «χώρες που επιβάλλουν υψηλού επιπέδου εταιρική περιβαλλοντική ευθύνη».
Οι συγκεκριμένες απαιτήσεις έρχονται σε μια περίοδο που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ασκεί πιέσεις στις Βρυξέλλες να χαλαρώσουν ή να ακυρώσουν τη νομοθεσία που περιορίζει τους μεγάλους τεχνολογικούς ομίλους. Όλα αυτά δημιουργούν νευρικότητα εντός της ΕΕ, καθώς υπάρχουν φόβοι ότι η εμπορική συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Ιούλιο ενδέχεται να μην ισχύσει. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει επανειλημμένα ισχυριστεί ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια απάτη και ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη.
Οι κανόνες δέουσας εταιρικής περιβαλλοντικής ευθύνης της ΕΕ τέθηκαν σε ισχύ το 2024, στο πλαίσιο της προσπάθειας αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Οι κανόνες απαιτούν από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ να εντοπίζουν τυχόν περιβαλλοντικές και κοινωνικές βλάβες στις αλυσίδες εφοδιασμού τους, σε μια προσπάθεια να καταπολεμηθεί η καταναγκαστική εργασία και η ρύπανση.
Στο έγγραφό της, η κυβέρνηση Τραμπ περιέγραψε τη νομοθεσία για την κλιματική αλλαγή ως «σοβαρή και αδικαιολόγητη κανονιστική υπέρβαση» που «επιβάλλει σημαντικά οικονομικά και κανονιστικά βάρη στις αμερικανικές εταιρείες», σύμφωνα με τους Financial Times.
Το έγγραφο αναφέρει επίσης ότι η «εξωεδαφική εμβέλεια, οι επαχθείς υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας στην αλυσίδα εφοδιασμού, οι απαιτήσεις του σχεδίου κλιματικής μετάβασης και οι διατάξεις αστικής ευθύνης της νομοθεσίας θα επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων να ανταγωνίζονται στην αγορά της ΕΕ».
Δύο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, γνωρίζοντας το θέμα, δήλωσαν στους Financial Times ότι οι ΗΠΑ έχουν γνωστοποιήσει τα αιτήματά τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις τελευταίες ημέρες. Επιπλέον, τόνισαν ότι, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες εμπορικές διαπραγματεύσεις, οι ΗΠΑ δεν προσφέρουν ανταλλάγματα. «Είναι μονόδρομος», ανέφερε χαρακτηριστικά αξιωματούχος της ΕΕ.
Οι αμερικανικές εταιρείες εκφράζουν φόβους ότι οι κανόνες δέουσας εταιρικής ευθύνης, που συνδέονται με τους κανονισμούς για την κλιματική αλλαγή, θα τις εκθέσουν σε αυξημένο κίνδυνο νομικών ενεργειών σε μια ήδη αμφιλεγόμενη αγορά. Αυτό συμβαίνει διότι οι κανόνες επιτρέπουν σε ομάδες ακτιβιστών να κινηθούν νομικά σε περίπτωση παιδικής εργασίας ή πρόκλησης περιβαλλοντικών ζημιών από δραστηριότητες στις αλυσίδες εφοδιασμού τους.
Αμερικανοί αξιωματούχοι, σύμφωνα με τους Financial Times, αναφέρουν ότι αρκετές αμερικανικές εταιρείες έχουν δηλώσει ότι θα χρειαστεί να σταματήσουν τις δραστηριότητές τους στην ΕΕ ως αποτέλεσμα των κανόνων για την εταιρική ευθύνη και τη βιωσιμότητα. Οι κανόνες αυτοί απαιτούν από τις εταιρείες να αναφέρουν εκατοντάδες σημεία δεδομένων που σχετίζονται με το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.
Παραβιάσεις των κανόνων για την κλιματική αλλαγή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόστιμα έως και 5% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών των εταιρειών.
Η σχετική νομοθεσία έχει ήδη δεχθεί κριτική από αμερικανικές εταιρείες ενέργειας. Ο διευθύνων σύμβουλος της ExxonMobil, Ντάρεν Γουντς, έχει χαρακτηρίσει τις κυρώσεις ως απειλή για τις αμερικανικές εταιρείες, αλλά και ως «εξουθενωτικές».
Αυτές οι νέες απαιτήσεις προστίθενται στις ανησυχίες που έχει συμπεριλάβει η κυβέρνηση Τραμπ στην εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ που συνήφθη τον Ιούλιο στο Τέρνμπερι της Σκωτίας. Στη συμφωνία αυτή αναφέρεται ότι δεν θα πρέπει να επιβληθούν «αδικαιολόγητοι περιορισμοί» στο διατλαντικό εμπόριο, ενώ οι ΗΠΑ ζητούν από την ΕΕ να προβεί σε αλλαγές για τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Η συμφωνία του Ιουλίου προέβλεπε την επιβολή δασμών 15% στα περισσότερα προϊόντα της ΕΕ, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει δηλώσει ότι οι κανονισμοί της ΕΕ συνιστούν «κόκκινη γραμμή». Ωστόσο, έπειτα από πιέσεις από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο ήδη αποδυναμώνεται.
Μια σειρά κανονισμών που υποχρεώνουν τις εταιρείες να καταπολεμήσουν την αποψίλωση των δασών και τις καταχρήσεις στην εργασία, καθώς και να μειώσουν τον αντίκτυπό τους στο περιβάλλον, αποδυναμώνονται ή καθυστερούν. Πλέον, και οι ΗΠΑ πιέζουν τις Βρυξέλλες να κάνουν και άλλα βήματα προς τα πίσω.
Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι η «συμφωνία-πλαίσιο» που επιτεύχθηκε στο Τέρνμπερι σηματοδοτεί την έναρξη μιας ευρύτερης διαδικασίας για την άρση των αθέμιτων εμπορικών φραγμών στην ΕΕ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει ανησυχίες σχετικά με τον φόρο άνθρακα στα σύνορα της ΕΕ, ο οποίος θα ισχύσει από το 2026 για τις ρυπογόνες βιομηχανίες εκτός του μπλοκ, όπως οι κατασκευαστές χάλυβα και αλουμινίου.
Η Ουάσιγκτον αντιτίθεται επίσης σε έναν επικείμενο κανονισμό της ΕΕ κατά της αποψίλωσης των δασών, ο οποίος θα απαγορεύει την εισαγωγή αγαθών, όπως η ξυλεία και το κακάο, εάν οι παραγωγοί δεν αποδείξουν ότι δεν έχουν υλοτομηθεί δάση κατά την παραγωγή τους.
Οι Βρυξέλλες ανακοίνωσαν τον περασμένο μήνα ότι θα καθυστερήσουν για δεύτερη φορά και για ένα έτος τους κανόνες για την αποψίλωση των δασών, επικαλούμενες ένα πρόβλημα με το σύστημα πληροφορικής.
Η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες για την απλοποίηση των κανόνων, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ατζέντας για τη μείωση της γραφειοκρατίας εντός του μπλοκ, καθώς οι ευρωπαϊκές εταιρείες εμφανίζονται διστακτικές στην εφαρμογή των κανόνων.
Ωστόσο, η προσπάθεια απλούστευσης των κανονισμών έχει συναντήσει εμπόδια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Αριστερά κατηγορεί τους συντηρητικούς πολιτικούς ότι επιχειρούν απορρύθμιση και ότι συντάσσονται με την ακροδεξιά για να καταστρέψουν την περιβαλλοντική νομοθεσία.