Λύκος: Οι επιστήμονες εντόπισαν την αιτία της αυτοάνοσης πάθησης

Λύκος: Νέα αμερικανική μελέτη συνδέει την ασθένεια με τον ιό Epstein-Barr

Επιστήμη
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ), γνωστός και απλά ως λύκος, φαίνεται πως συνδέεται άμεσα με τον ιό Epstein-Barr (EBV), σύμφωνα με νέα έρευνα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο EBV είναι ο ιός που προκαλεί τη «νόσο του φιλιού», γνωστή και ως λοιμώδης μονοπυρήνωση. Τα νέα ευρήματα υποδεικνύουν ότι ο ιός μπορεί να μολύνει και να επαναπρογραμματίσει συγκεκριμένα ανοσοκύτταρα, οδηγώντας ενδεχομένως στην ανάπτυξη αυτής της χρόνιας αυτοάνοσης ασθένειας.

Ο ανοσολόγος Ουίλιαμ Ρόμπινσον, επικεφαλής του εργαστηρίου του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ στις ΗΠΑ, δήλωσε: «Αυτό είναι το πιο σημαντικό εύρημα που έχει προκύψει από το εργαστήριό μου σε όλη την καριέρα μου. Πιστεύουμε ότι αφορά το 100% των περιστατικών λύκου».

Οι περισσότεροι ενήλικες παγκοσμίως έχουν εκτεθεί στον EBV κάποια στιγμή στη ζωή τους. Συνήθως, ο ιός δεν προκαλεί συμπτώματα ή περνά απαρατήρητος, παραμένοντας σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στα κύτταρα του οργανισμού. Ωστόσο, οι ασθενείς με λύκο εμφανίζουν μεγαλύτερη λοίμωξη, πιθανώς λόγω μόλυνσης με ένα πιο λοιμογόνο στέλεχος του EBV. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το ποσοστό των Β κυττάρων που έχουν μολυνθεί με EBV είναι περίπου 1 στα 400 μεταξύ των ασθενών με λύκο, δηλαδή 25 φορές υψηλότερο σε σύγκριση με υγιή άτομα.

Στο εργαστήριο, η μόλυνση ενεργοποιούσε έναν μηχανισμό στα Β-κύτταρα, θέτοντας σε λειτουργία ένα σύστημα που ενεργοποιεί τα προφλεγμονώδη γονίδιά τους. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι αυτό έχει τη δυνατότητα «να προάγει συστηματικές αυτοάνοσες αντιδράσεις που προκαλούν ασθένειες».

Η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυση του μακροχρόνιου μυστηρίου σχετικά με τα αίτια που προκαλούν τον λύκο, καθώς και τους λόγους για τους οποίους τα συμπτώματά του εμφανίζονται σε φαινομενικά τυχαίους κύκλους έξαρσης και ύφεσης. Ο λύκος εκδηλώνεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στον ίδιο τον οργανισμό, προκαλώντας εκτεταμένη φλεγμονή, με δυνητικά σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή συνέπειες.

Το διαχρονικό μυστήριο του λύκου συχνά αποδίδεται στην πολυπλοκότητα της ασθένειας, η οποία μπορεί να ενεργοποιηθεί από πολλούς παράγοντες, όπως διατροφικές ελλείψεις, γενετική προδιάθεση, ορμονικές διαταραχές ή λοιμώξεις. Η νέα έρευνα των επιστημόνων από το Στάνφορντ υποδηλώνει ότι ίσως υπάρχει μια ενιαία εξήγηση — και ότι αυτή έχει ιογενή προέλευση. Εδώ και χρόνια, οι επιστήμονες υποψιάζονται μια σύνδεση μεταξύ του EBV και του λύκου. Είναι γνωστό ότι ο ιός μολύνει Β-κύτταρα, των οποίων η λειτουργία παρουσιάζει σημαντικές διαταραχές στους ασθενείς με τη νόσο. Το πρόβλημα είναι ότι ο EBV είναι δύσκολο να εντοπιστεί όταν κρύβεται μέσα σε αυτά τα κύτταρα.

Οι ερευνητές ανέπτυξαν μια νέα μέθοδο εντοπισμού των λευκών αιμοσφαιρίων που έχουν μολυνθεί. Χρησιμοποιώντας την τεχνική αλληλούχισης, διαπίστωσαν ότι τα άτομα με λύκο διαθέτουν σημαντικά περισσότερα Β-κύτταρα μολυσμένα με EBV σε σύγκριση με υγιή άτομα, ιδίως Β κύτταρα μνήμης, τα οποία ευθύνονται για τις ταχύτερες ανοσολογικές αποκρίσεις.

Από τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια Β-κύτταρα σε ένα υγιές σώμα, μόνο περίπου το 20% είναι «αυτοαντιδραστικά», δηλαδή κύτταρα ικανά να παράγουν αντισώματα και να ενεργοποιούν τα κύτταρα-δολοφόνους του ανοσοποιητικού. Όταν όμως ο EBV μολύνει λανθάνοντα Β-κύτταρα, φαίνεται να τα επαναφέρει σε μια προφλεγμονώδη, ενεργή κατάσταση.

«Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν έναν μηχανισμό που εξηγεί γιατί μόνο ένα μικρό ποσοστό ατόμων που έχουν μολυνθεί με EBV αναπτύσσουν λύκο», καταλήγουν οι συγγραφείς.

Μια πρόσφατη ανοσοθεραπεία για τον λύκο στοχεύει και αντικαθιστά τα δυσλειτουργικά Β-κύτταρα. Στις κλινικές δοκιμές έδειξε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, βελτιώνοντας θεαματικά την πορεία της νόσου σε πολλούς ασθενείς. Στο μέλλον, τα ευρήματα της μελέτης ίσως αποδειχθούν σημαντικά και για άλλες αυτοάνοσες ασθένειες που σχετίζονται με τον EBV, όπως η πολλαπλή σκλήρυνση, η μακρά COVID και η μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα/χρόνιο σύνδρομο κόπωσης.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science Translational Medicine.

ΠΗΓΗ: Science Alert