LDL χοληστερόλη: Νέα δεδομένα για τη σχέση της με τον διαβήτη
Μια νέα διαχρονική μελέτη από το Πανεπιστήμιο «Federico II» της Νάπολης έρχεται να αμφισβητήσει την καθιερωμένη άποψη για την «κακή» LDL χοληστερόλη.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι τα χαμηλά επίπεδα LDL στο αίμα συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, ακόμη και σε άτομα που δεν λαμβάνουν στατίνες. Η χρήση στατινών, φαρμάκων που μειώνουν τη χοληστερόλη, είναι γνωστό ότι αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, ο ακριβής μηχανισμός πίσω από αυτό το φαινόμενο παραμένει ασαφής.
Γενετικές μελέτες έχουν υποδείξει ότι άτομα με παραλλαγές στα γονίδια HMGCR και NPC1L1, που οδηγούν σε χαμηλότερη LDL-C, είναι πιο επιρρεπή στον διαβήτη. Επιπλέον, η οικογενής υπερχοληστερολαιμία, μια κατάσταση όπου τα άτομα έχουν εξαιρετικά υψηλή LDL λόγω γενετικών παραγόντων, συνδέεται με μικρότερη πιθανότητα ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 – ένα εύρημα που έρχεται σε αντίθεση με την παρατήρηση σε άτομα με χαμηλή LDL.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Cardiovascular Diabetology, διερεύνησε εάν ο αυξημένος κίνδυνος διαβήτη οφείλεται στις στατίνες ή στα ίδια τα χαμηλά επίπεδα LDL. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με 140 γενικούς ιατρούς στη Νάπολη, οι οποίοι συνέβαλαν με δεδομένα από ένα εκτεταμένο ηλεκτρονικό αρχείο ασθενών. Από τους 200.000 ενήλικες στην βάση δεδομένων, 13.674 πληρούσαν τα κριτήρια συμμετοχής.
Από τους συμμετέχοντες, περισσότεροι από τους μισούς λάμβαναν στατίνες κατά την έναρξη της μελέτης. Η μέση ηλικία των ληπτών στατινών ήταν 70 έτη, ενώ η μέση ηλικία των μη χρηστών ήταν 54 έτη. Η διάρκεια παρακολούθησης ήταν 71,6 μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων καταγράφηκαν 1.819 νέες περιπτώσεις διαβήτη (13% των συμμετεχόντων). Από αυτά τα περιστατικά, 1.424 (20%) αφορούσαν άτομα που λάμβαναν στατίνες και 395 (6%) αφορούσαν μη χρήστες.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για κάθε αύξηση κατά 10 mg/dl στην LDL-C, ο κίνδυνος διαβήτη μειωνόταν κατά 10%. Τα ποσοστά εμφάνισης διαβήτη ανά ομάδα LDL ήταν τα εξής:
* <84 mg/dl (χαμηλή): 27,6 περιστατικά / 1.000 άτομα-έτη
* 84–106 mg/dl (μεσαία): 17,4 περιστατικά / 1.000 άτομα-έτη
* 107–130 mg/dl (υψηλή): 13,5 περιστατικά / 1.000 άτομα-έτη
* ≥131 mg/dl (πολύ υψηλή): 8,4 περιστατικά / 1.000 άτομα-έτη
Επιπλέον, ο αυξημένος κίνδυνος διαβήτη από τις στατίνες παρατηρήθηκε σε όλες τις κατηγορίες LDL. Το σημαντικότερο συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και χωρίς τη χρήση στατινών, η χαμηλή LDL από μόνη της συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη.
Η μελέτη καταρρίπτει την απλοϊκή αντίληψη ότι η χαμηλή LDL είναι πάντοτε ευεργετική. Αντίθετα, η χαμηλή LDL-C στο αίμα συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, ανεξάρτητα από τη χρήση στατινών. Οι στατίνες εξακολουθούν να αυξάνουν τον κίνδυνο διαβήτη, αλλά δεν αποτελούν τη μοναδική αιτία.
Τα ευρήματα αυτά ανοίγουν νέους δρόμους για επιστημονικές συζητήσεις σχετικά με τον ρόλο της LDL-C πέρα από τα καρδιαγγειακά νοσήματα και υποδηλώνουν ότι η σχέση της με τον μεταβολισμό της γλυκόζης είναι πιο σύνθετη από ό,τι πιστεύαμε.