Κλιματική αλλαγή: Τι αλλάζει στον τουρισμό και πώς επηρεάζει την Ελλάδα
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον μια θεωρητική απειλή, αλλά μια πραγματικότητα που αλλάζει ριζικά τον παγκόσμιο τουρισμό, επηρεάζοντας προορισμούς, υποδομές, εποχικότητα και επενδύσεις. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η βιομηχανία βρίσκεται σε ένα καίριο σημείο, όπου η συνεργασία, η προσαρμογή και ο επανασχεδιασμός των τουριστικών μοντέλων είναι επιτακτικοί, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο τουρισμός είναι βασικός πυλώνας της οικονομίας.
Η Laurie Myers, Global Strategist του Global Travel and Tourism Resilience Council, τονίζει ότι ο τουριστικός κλάδος είναι «απολύτως ευάλωτος στην κλιματική αλλαγή αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ανθεκτικός», υπενθυμίζοντας ότι «ο τουρισμός έχει αντιμετωπίσει αλλά και ξεπεράσει αμέτρητες κρίσεις». Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, επισημαίνει ότι οι αλλαγές στις κλιματικές συνθήκες θα οδηγήσουν σε μια «επανεκκίνηση του χάρτη του τουρισμού». Εξηγεί ότι «οι παραθαλάσσιες και χαμηλού υψομέτρου περιοχές θα συνεχίσουν να υποφέρουν από διάβρωση, ζημιές από καταιγίδες και απώλεια υποδομών» και ότι, αν και δεν θα εγκαταλειφθούν εντελώς, «ορισμένα περιουσιακά στοιχεία θα καταστούν δύσκολα διαχειρίσιμα ή υπερβολικά ακριβά για προστασία».
Η κ. Myers υπογραμμίζει ότι η αυξανόμενη ζέστη αλλάζει ήδη τις προτιμήσεις των ταξιδιωτών. «Καθώς οι μέσες θερμοκρασίες αυξάνονται, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ήδη παρατηρείται μετατόπιση ενδιαφέροντος προς ορεινές, υψηλότερες και πιο δροσερές περιοχές και προς τις λεγόμενες “εκτός αιχμής” περιόδους. Το “σημείο άνεσης” κινείται βόρεια και σε μεγαλύτερο υψόμετρο», σημειώνει. Προβλέπει επίσης ότι οι επενδύσεις θα απομακρυνθούν από τις εκτεθειμένες παραθαλάσσιες ζώνες και θα κατευθυνθούν προς την ενδοχώρα, σε κοιλάδες και ημιορεινές περιοχές.
Το τουριστικό προϊόν θα διαφοροποιηθεί, με μικρότερη εξάρτηση από το τρίπτυχο «ήλιος, θάλασσα, άμμος» και περισσότερες δραστηριότητες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Όσοι δεν προσαρμοστούν θα αντιμετωπίσουν «υψηλότερα ασφάλιστρα, συχνότερες επισκευές, διακοπές λειτουργίας και κίνδυνο φήμης», περιορίζοντας τα κέρδη τους. Η αργή αντίδραση της τουριστικής βιομηχανίας οφείλεται στην έλλειψη συντονισμού και μακροπρόθεσμων στρατηγικών, ενώ άλλες κρίσεις, όπως η πανδημία, ο πληθωρισμός και η γεωπολιτική αστάθεια, αποσπούν την προσοχή.
Στην Ελλάδα, η αυξανόμενη θερμότητα, οι πυρκαγιές και η διάβρωση των ακτών απειλούν βασικά τουριστικά προϊόντα και υποδομές. Η προσαρμογή απαιτεί ανάπτυξη της ενδοχώρας και των βόρειων περιοχών, επενδύσεις σε υποδομές ανθεκτικές στο κλίμα, εκσυγχρονισμό λιμένων και συστημάτων διαχείρισης νερού και ενέργειας, καθώς και αναδιάταξη του τουριστικού brand της Ελλάδας με στόχο την ανάδειξη ορεινών και πιο δροσερών περιοχών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού υλοποιεί «συγκεκριμένες, καινοτόμες και τεχνικές λύσεις» για την προώθηση του βιώσιμου τουρισμού, όπως επισημαίνει ο Patrick Fritz, Τεχνικός Συντονιστής του Τμήματος Διεθνούς Ανάπτυξης και Συνεργασίας του ΠΟΤ. Ο κ. Fritz τονίζει ότι ο τουριστικός τομέας πρέπει να αλλάξει νοοτροπία, βλέποντας τα ταξίδια όχι μόνο ως δικαίωμα αλλά και ως προνόμιο, και ότι η ευημερία των κοινωνιών, η κατάσταση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και τα εισοδήματα πρέπει να συνυπολογίζονται στις πολιτικές χρηματοδότησης και στις αποφάσεις για τεχνικά έργα. Οι λύσεις απαιτούν συντονισμένη δράση σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, καθώς και εργαλεία παρακολούθησης, εκπαίδευση και ενδυνάμωση των φορέων.
Ο Νικόλαος Γκολφινόπουλος, Διευθυντής Τουρισμού της ICF, συμβαλλόμενο Μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού και Executive Leader του Global Travel and Tourism Resilience Council, υπογραμμίζει ότι «η επιστήμη της κλιματικής αλλαγής γνωρίζει με ικανοποιητική ακρίβεια πώς θα εξελιχθεί το κλίμα παγκοσμίως μέχρι το 2050». Οι επαγγελματίες του τουρισμού έχουν την υποχρέωση να βοηθήσουν τους προορισμούς να αναγνωρίσουν «σε τοπικό επίπεδο ποιοι θα είναι οι κλιματικοί κίνδυνοι» και ποιες οι συνέπειες, να αξιολογήσουν τις ανάγκες προσαρμογής και να δημιουργήσουν στρατηγικές και δράσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες κάθε περιοχής.
Ο κ. Γκολφινόπουλος εξηγεί ότι κάθε προορισμός θα επηρεαστεί διαφορετικά. Οι παρατεταμένοι καύσωνες θα αλλάξουν την εμπειρία του καλοκαιρινού τουρισμού, τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα επηρεάσουν προορισμούς που λειτουργούν όλο τον χρόνο, η παράκτια διάβρωση απειλεί το θαλάσσιο προϊόν, ενώ η άνοδος της θερμοκρασίας ήδη αναγκάζει το χειμερινό τουριστικό μοντέλο να αλλάξει, φέρνοντας λιγότερα χιόνια και ήπιους χειμώνες. Η βιοποικιλότητα υφίσταται σοβαρές πιέσεις, με επιπτώσεις και στη γαστρονομία. Είναι ανάγκη να μελετηθούν οι αλλαγές στο προϊόν, την εποχικότητα, τις αγορές και ακόμη και το ποιοι προορισμοί μπορεί να μην είναι βιώσιμα λειτουργικοί κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων μηνών. Επιπλέον, πρέπει να εξεταστούν οι υποδομές και οι επενδύσεις που απαιτούνται για τον νέο τουρισμό.
Η σύγχυση μεταξύ της ανάγκης μείωσης των ρύπων και της ανάγκης προσαρμογής στις νέες κλιματικές συνθήκες αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια. «Για πάρα πολλούς προορισμούς δεν υπάρχει ενδελεχής στρατηγική τουριστικής προσαρμογής, αλλά δεν είναι αργά αν δράσουμε άμεσα», τονίζει ο κ. Γκολφινόπουλος. Η στρατηγική πρέπει να συνοδεύεται από κατηγοριοποιημένες δράσεις, επενδύσεις και μηχανισμούς μέτρησης και αξιολόγησης, ώστε να μην «μείνει στο ράφι». Ο συντονισμός των οικονομικών τομέων είναι επίσης σημαντικός, και για χώρες όπως η Ελλάδα, «ο τουρισμός μπορεί και πρέπει να έχει τον ρόλο του καταλύτη και να ηγηθεί της αλλαγής και της προσαρμογής».