
Κλιματική αλλαγή: Η ΕΕ υπονομεύει το μέλλον της, προειδοποιούν οι ειδικοί
Μια επικίνδυνη στροφή στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή ασφάλεια και ευημερία, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος. Οι Βρυξέλλες φαίνεται να έχουν «ξεχάσει» τους κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή.
Η Ευρώπη παραβλέπει το γεγονός ότι η οικονομία της εξαρτάται από φυσικά οικοσυστήματα που καταστρέφονται με ταχύτερους ρυθμούς από ποτέ. Επιπλέον, η ΕΕ περιορίζει τους κανόνες που τα προστατεύουν, αφήνοντας την Πράσινη Συμφωνία σε δεύτερη μοίρα. Οι επιστήμονες προειδοποιούν για δραματικές συνέπειες.
Στην έκθεσή του για την κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος διαπιστώνει ότι «οι πολιτικές πραγματικότητες σε όλο τον κόσμο έχουν υποστεί σεισμική μετατόπιση». Αυτή η αλλαγή εστιάζει «το μυαλό και τις επενδύσεις στην άμυνα και την ασφάλεια», υποβαθμίζοντας το κλίμα και το περιβάλλον στις προτεραιότητες.
Η έκθεση, που υποβάλλεται από τους Ευρωπαίους επιστήμονες κάθε πέντε χρόνια, προειδοποιεί για τις σοβαρές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής μετατόπισης.
Όπως επισημαίνει ο Οργανισμός, οι γεωπολιτικές εντάσεις και απειλές συγκλίνουν «με οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές και κλιματικές κρίσεις για να δημιουργήσουν συστημικούς κινδύνους για τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής». Η έκθεση καταγράφει πέντε βασικούς τομείς όπου η κατάσταση επιδεινώνεται, ενώ η ΕΕ υποχωρεί από τις δεσμεύσεις της για την αντιμετώπισή τους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μείωση της βιοποικιλότητας που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, πάνω από το 80% των οικοσυστημάτων της ΕΕ βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Η βιοποικιλότητα μειώνεται επιπλέον λόγω των «επίμονων πιέσεων που προκαλούνται από μη βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης». Σε ορισμένες προστατευόμενες περιοχές, ο αριθμός των εντόμων έχει μειωθεί κατά 75%.
Η πίεση που ασκεί η γεωργία στη βιοποικιλότητα είναι η μεγαλύτερη. Δεν κινδυνεύει μόνο το έδαφος, αλλά και το νερό και ο υδροφόρος ορίζοντας, λόγω «άσχημα προσαρμοσμένων πρακτικών διαχείρισης». Η έκθεση αναφέρει ότι δεν επιτρέπουν «ταχείες και εκτεταμένες αλλαγές». Επιπλέον, δεν έχουν θεσμοθετηθεί νομικά δεσμευτικοί στόχοι για τη λειψυδρία στην ΕΕ.
Οι επιστήμονες καλούν τα κράτη-μέλη της ΕΕ να εφαρμόσουν «πλήρως και αποτελεσματικά» την περιβαλλοντική νομοθεσία για την προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας. Υπενθυμίζουν ότι, στο πλαίσιο των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, έχει υιοθετηθεί ο Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης, νομοθεσία που ορισμένες χώρες της ΕΕ και βιομηχανικές ομάδες επιθυμούν να «χαλαρώσουν».
Επικείμενα νομοσχέδια «απλοποίησης» της ΕΕ στοχεύουν στη μείωση των οικολογικών κανόνων και στην υποστήριξη των επιχειρηματικών συμφερόντων. Η Κομισιόν έχει ήδη χαλαρώσει τα γεωργικά πρότυπα και τον κανόνα γνωστοποίησης εταιρικής βιωσιμότητας.
Ένα εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι η αποδάσωση. Η ικανότητα των δασών, των τυρφώνων και άλλων φυσικών οικοσυστημάτων της ΕΕ να απορροφούν και να αποθηκεύουν άνθρακα από την ατμόσφαιρα μειώθηκε κατά περίπου 30% την τελευταία δεκαετία. Η ικανότητα των δασών να αποθηκεύουν άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η έκθεση προτρέπει στη σύνταξη νέων κανόνων, αντίστοιχων με αυτόν κατά της αποψίλωσης των δασών. Αυτός ο κανονισμός της ΕΕ απαιτεί από τις εταιρείες να ελέγχουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους για παραβιάσεις περιβαλλοντικών ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εισαγωγή καφέ, κακάο, φοινικέλαιου και βοδινού κρέατος.
Ωστόσο, στο όνομα της οικονομικής ανάταξης, αυτός ο νόμος, όπως και η νέα νομοθεσία για την καλύτερη παρακολούθηση της ανθεκτικότητας των δασών στην κλιματική αλλαγή, δέχονται επίθεση από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Η έκθεση υπενθυμίζει ότι ο νόμος για την αποψίλωση των δασών αντιμετωπίζει καθυστέρηση ενός έτους, ενώ οι κανόνες παρακολούθησης των δασών περικόπτονται για να εγκριθούν από την ισχυρότερη πολιτική ομάδα της ΕΕ.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η ΕΕ πιθανόν θα επιτύχει τον στόχο της για μείωση των εκπομπών που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 55% έως το 2030.
Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή επιταχύνεται με ρυθμούς που ξεπερνούν αυτή την πρόοδο και πλήττει την ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι συνέπειες αφορούν τις ζημιές που προκαλούν ακραία φυσικά φαινόμενα που σχετίζονται με το κλίμα. Το κόστος από ζημιές από πυρκαγιές και πλημμύρες, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες (1980-2023), έφτασε τα 738 δισ. ευρώ. Μόνο την περίοδο 2021-2023, όμως, ήταν πάνω από 162 δισ. ευρώ, περίπου το 25% του συνόλου.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος ζητά να αυξηθούν ο ρυθμός και η κλίμακα των δράσεων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, διαφορετικά το κόστος για την ΕΕ θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Ενώ η ΕΕ προσπαθεί να συμφωνήσει σε νέους κλιματικούς στόχους, συντηρητικές κυβερνήσεις και ευρωβουλευτές προσπαθούν να τους καταργήσουν.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι σπάταλη και εξαρτάται υπερβολικά από την εισαγωγή κρίσιμων πρώτων υλών από άλλες περιοχές.
Η ανακύκλωση δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα. Ο κόσμος ανακυκλώνει, αλλά ελάχιστα υλικά επαναχρησιμοποιούνται. Το ποσοστό επαναχρησιμοποιούμενων ανακυκλώσιμων υλικών στην ΕΕ τα τελευταία 13 χρόνια είναι μόλις 1,1% επί του συνόλου στην παραγωγή.
Ενώ όλοι μιλούν για τη σημασία της κυκλικής οικονομίας, η βελτίωση είναι ελάχιστη και αυξάνεται η πίεση για άρση της εφαρμογής των κανόνων και αποδυνάμωση των στόχων για την ανακύκλωση.
Ο αέρας στις πόλεις έχει γίνει λιγότερο τοξικός χάρη σε μια σειρά από μέτρα, αλλά αυτό μπορεί να είναι προσωρινό, καθώς πολλές τοπικές κυβερνήσεις αίρουν τις πολιτικές που κρατούν τα πιο ρυπογόνα αυτοκίνητα μακριά από τα κέντρα των πόλεων.
Επιπλέον, η ίδια η Κομισιόν επανεξετάζει την απαγόρευση πώλησης νέων αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης από το 2035, λόγω των πιέσεων από την αυτοκινητοβιομηχανία και από χώρες που έχουν βασίσει την ανάπτυξή τους σε αυτήν.
Οι επιστήμονες καλούν τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να αντιμετωπίσουν τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι εκτίθενται ολοένα και περισσότερο στη ρύπανση από χημικά και «αιώνια πλαστικά». «Το φυσικό μας περιβάλλον στηρίζει την ασφάλειά μας, την ανταγωνιστικότητά μας, την ανθεκτικότητά μας και την ευημερία μας», επισημαίνουν. «Πρέπει να προστατεύσουμε το φυσικό μας περιβάλλον προκειμένου να προσφέρουμε ένα ασφαλές μέλλον στους Ευρωπαίους».