Μελέτη αποκαλύπτει το κοινό παυσίπονο που έχει αντικαρκινική δράση

Ιβουπροφαίνη: Μπορεί ένα κοινό παυσίπονο να κρύβει αντικαρκινική δράση;

Υγεία
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Η ιβουπροφαίνη, ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο φάρμακο για την ανακούφιση από τον πόνο, βρίσκεται στο επίκεντρο επιστημονικών ερευνών που υποδεικνύουν πιθανές αντικαρκινικές ιδιότητες. Η σύνδεση της φλεγμονής με τον καρκίνο οδηγεί τους επιστήμονες να εξετάσουν τον ρόλο της ιβουπροφαίνης στην πρόληψη της νόσου.

Η ιβουπροφαίνη ανήκει στην κατηγορία των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (NSAIDs). Η σχέση μεταξύ των NSAIDs και της πρόληψης του καρκίνου είχε παρατηρηθεί ήδη από το 1983, όταν κλινικά δεδομένα έδειξαν ότι το sulindac, ένα παλαιότερο NSAID παρόμοιο με την ιβουπροφαίνη, σχετίζεται με μειωμένη εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου σε ορισμένους ασθενείς. Έκτοτε, οι επιστήμονες διερευνούν την πιθανότητα αυτά τα φάρμακα να βοηθήσουν στην πρόληψη και άλλων τύπων καρκίνου.

Μια μελέτη του 2025 έδειξε ότι η ιβουπροφαίνη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου του ενδομητρίου, του συχνότερου τύπου καρκίνου της μήτρας, ο οποίος ξεκινά από το ενδομήτριο και προσβάλλει κυρίως γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση του καρκίνου του ενδομητρίου είναι η υπερβολική σωματική μάζα, η μεγαλύτερη ηλικία, η ορμονοθεραπεία, ο διαβήτης και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Στα πλαίσια μιας μεγάλης μελέτης (PLCO), αναλύθηκαν δεδομένα από πάνω από 42.000 γυναίκες ηλικίας 55-74 ετών για 12 χρόνια. Οι γυναίκες που ανέφεραν ότι έπαιρναν τουλάχιστον 30 δισκία ιβουπροφαίνης μηνιαίως είχαν 25% χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του ενδομητρίου σε σύγκριση με όσες έπαιρναν λιγότερα από τέσσερα δισκία το μήνα. Το αποτέλεσμα φάνηκε πιο έντονο σε γυναίκες με καρδιακά προβλήματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ασπιρίνη, ένα άλλο κοινό NSAID, δεν έδειξε την ίδια συσχέτιση με μειωμένο κίνδυνο σε αυτή ή άλλες μελέτες, αν και μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της επανεμφάνισης καρκίνου του εντέρου. Άλλα NSAIDs, όπως η ναπροξένη, έχουν μελετηθεί για την πρόληψη καρκίνου του παχέος εντέρου, της ουροδόχου κύστης και του μαστού, με αποτελεσματικότητα που εξαρτάται από τον τύπο καρκίνου, τα γονίδια και την υγεία του ατόμου.

Οι πιθανές αντικαρκινικές ιδιότητες της ιβουπροφαίνης εκτείνονται και σε άλλους καρκίνους, όπως του εντέρου, του μαστού, του πνεύμονα και του προστάτη. Για παράδειγμα, άτομα με ιστορικό καρκίνου εντέρου που έπαιρναν ιβουπροφαίνη είχαν μικρότερη πιθανότητα υποτροπής.

Η φλεγμονή αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του καρκίνου και η ιβουπροφαίνη είναι αντιφλεγμονώδες. Μέσω της αναστολής της COX-2, μειώνεται η παραγωγή προσταγλανδινών, χημικών αγγελιοφόρων που προάγουν τη φλεγμονή και την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων. Επιπλέον, φαίνεται ότι η ιβουπροφαίνη επηρεάζει γονίδια που σχετίζονται με τον καρκίνο, όπως τα HIF-1α, NFκB και STAT3, καθιστώντας τα καρκινικά κύτταρα πιο ευάλωτα και ευαίσθητα στη χημειοθεραπεία.

Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλες οι μελέτες. Μια μελέτη με 7.751 ασθενείς διαπίστωσε ότι η χρήση ασπιρίνης μετά τη διάγνωση καρκίνου του ενδομητρίου συσχετίστηκε με υψηλότερη θνησιμότητα. Άλλα NSAIDs φαίνεται επίσης να αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο σε ορισμένες περιπτώσεις.

Η μακροχρόνια ή υψηλή δόση NSAIDs μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, όπως έλκη στο στομάχι, αιμορραγία εντέρου και βλάβη στα νεφρά, ενώ πιο σπάνια μπορεί να προκαλέσει καρδιακά προβλήματα. Υπάρχουν επίσης αλληλεπιδράσεις με φάρμακα όπως η βαρφαρίνη και ορισμένα αντικαταθλιπτικά.

Παρά τις ενθαρρυντικές ενδείξεις, οι ειδικοί προτείνουν να μην χρησιμοποιείται η ιβουπροφαίνη για πρόληψη καρκίνου χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Η ασφαλέστερη στρατηγική παραμένει η πρόληψη μέσω υγιεινού τρόπου ζωής: διατροφή πλούσια σε αντιφλεγμονώδη τρόφιμα, διατήρηση υγιούς βάρους και φυσική δραστηριότητα.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην The Conversation από τους Dipa Kamdar, Ahmed Elbediwy και Nadine Wehida, Kingston University.

Πηγή: Science Alert