Χαμηλώνει τον πήχυ στη συμφωνία για το κλίμα η Ευρωπαϊκή Ενωση

Ευρωπαϊκή Ένωση: Δραστική μείωση αερίων θερμοκηπίου, αλλαγές και αντιδράσεις!

Περιβάλλον
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Μετά από μια μαραθώνια διαπραγμάτευση 18 ωρών, οι υπουργοί Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε συμφωνία για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040. Η συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε λίγο πριν από την έναρξη της 30ής διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα (COP30) στην Μπελέμ της Βραζιλίας, αποτελεί υποχρέωση στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού.

Το σχέδιο θέτει έναν ενδιάμεσο στόχο μείωσης των εκπομπών μεταξύ 66,2% και 72,5% έως το 2035. Η συμβιβαστική πρόταση της δανέζικης προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε. οδήγησε στην τελική συμφωνία, παρά το γεγονός ότι το κείμενο θεωρήθηκε από πολλούς ως αποδυναμωμένο σε σχέση με την αρχική αναθεώρηση του "κλιματικού νόμου" της Ε.Ε., παρέχοντας στα κράτη-μέλη μεγαλύτερη ευελιξία για την επίτευξη του στόχου.

Η Πολωνία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία εξέφρασαν αντιρρήσεις για την αναθεώρηση του κλιματικού στόχου του 2040, επικαλούμενες πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών τους. Ωστόσο, η αντίθεσή τους δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει τη συμφωνία, η οποία απαιτούσε ειδική πλειοψηφία.

Οι υπουργοί συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, να επιτρέψουν στις χώρες να αγοράζουν ξένες πιστώσεις άνθρακα για να καλύψουν έως και το 5% του στόχου μείωσης των εκπομπών κατά 90%. Όπως ανέφερε ο αρμόδιος επίτροπος Βούπκε Χούκστρα στη σχετική συνέντευξη Τύπου, "Ακούσαμε και συνεργαστήκαμε με όλα τα μέρη γύρω από το τραπέζι που μας έφερε σε έναν πολύ καλό συμβιβασμό. Συμφωνήσαμε σε έναν νομικά δεσμευτικό στόχο έως το 2040, 90%, εγχώριο στόχο 85% και έως 5% σε διεθνείς πιστώσεις. Επαναβεβαιώσαμε τις δυνατότητες ευελιξίας που έχουμε θέσει στο τραπέζι".

Ωστόσο, η απόφαση αυτή ουσιαστικά αποδυναμώνει τις περικοπές εκπομπών που απαιτούνται από τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες στο 85%.

Η συμφωνία προβλέπει επίσης έναν διακανονισμό για τις ρυπογόνες πιστώσεις, τις λεγόμενες διεθνείς πιστώσεις άνθρακα, έως και 5%, από 3% που είχε αρχικά προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ένα επιπλέον ποσοστό έως 5% θεωρείται μέρος μιας "ρήτρας αναθεώρησης" σε περίπτωση που η Ε.Ε. αποκλίνει από την πορεία μείωσης κατά 90%.

Ενώ η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Ισπανία και η Σουηδία επιθυμούσαν να διατηρηθεί το ποσοστό των ρυπογόνων πιστώσεων στο 3%, η Γαλλία και η Ιταλία πίεζαν για έως 5%, και η Πολωνία ζητούσε 10%.

Επιπλέον, η συμφωνία των υπουργών διατηρεί το 2036 ως τη χρονιά έναρξης της χρήσης των ρυπογόνων πιστώσεων, όπως είχε προτείνει η Κομισιόν, αλλά προβλέπει μια μεταβατική περίοδο μεταξύ 2031 και 2035. "Η δοκιμαστική αυτή περίοδος είναι για να δείξουμε σε ορισμένα μέρη ότι είμαστε υπέρ της χρήσης αυτών των πιστώσεων, αλλά μπορεί να αποτύχει. Πρέπει να υποστηριχθεί επιστημονικά", ανέφερε Ευρωπαίος διπλωμάτης.

Για να καμφθούν οι αντιρρήσεις κάποιων χωρών, η Ε.Ε. συμφώνησε να αποδυναμώσει και άλλες πολιτικές για το κλίμα, όπως η επέκταση της αγοράς άνθρακα στις οδικές μεταφορές και η θέρμανση των κτιρίων κατά ένα έτος, έως το 2028.

Η αναθεώρηση του ευρωπαϊκού νόμου για το κλίμα αναμένεται να οδηγήσει το "μπλοκ" στην κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Ο νόμος απαιτεί από την Ε.Ε. να θέσει στόχους έως το 2040 και να γεφυρώσει τη διαφορά από το 2030 έως το 2050. Ωστόσο, αρκετά κράτη-μέλη έχουν εκφράσει σκεπτικισμό για την επίτευξη αυτών των στόχων, καθώς θεωρούν ότι θα ζημιώσει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ειδικά σε ενεργοβόρους τομείς όπως ο χάλυβας.

Σύμφωνα με τον νόμο της Ε.Ε. για το κλίμα, ο στόχος είναι η απαλλαγή των παραδοσιακών διαδικασιών της βαριάς βιομηχανίας μέσω νέων τεχνολογιών. Οι λεγόμενες "καθαρές τεχνολογίες", όπως οι αντλίες θερμότητας και τα ηλεκτρικά οχήματα, αποτελούν μέρος της διαδικασίας για τη σταδιακή απαλλαγή της οικονομίας της Ε.Ε. από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Ο Γερμανός υπουργός Περιβάλλοντος Κάρστεν Σνάιντερ τόνισε ότι η ψηφοφορία ήταν θέμα αυτοδιάθεσης και αυτάρκειας της Ε.Ε., αναφέροντας ότι "Από τη μια πλευρά μάς προκαλεί ένας μεγάλος εταίρος στις ΗΠΑ, ο οποίος αποχαιρέτησε τη διεθνή πολιτική προστασίας του κλίματος. Από την άλλη πλευρά πρέπει να αντιμετωπίσουμε την Κίνα από τη σκοπιά του ανταγωνισμού" .