
Αποκαλύπτεται: Υπέρογκο το κόστος των πυρκαγιών στην Ελλάδα – Χαμένα δισεκατομμύρια!
Το 2023, οι πυρκαγιές στην Ελλάδα κόστισαν πάνω από 1,5 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 40% του κόστους για όλες τις χώρες της Ε.Ε. συνολικά. Πρόκειται για ένα σημαντικό «κρυφό χρέος» της κλιματικής αλλαγής και, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), ένα ακόμα στοιχείο που αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δαπανά σημαντικούς πόρους για τη δασοπυρόσβεση χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος δείχνουν ότι το 2023 οι πυρκαγιές κόστισαν στην Ελλάδα 1,58 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση κόστισαν 3,81 δισ. ευρώ. Στο κόστος αυτό συνυπολογίζονται οι ζημιές σε κτίρια, δημόσιες υποδομές και καλλιέργειες, το κόστος πυρόσβεσης και αποκατάστασης, οι αποζημιώσεις στους πληγέντες, αλλά και οι απώλειες του φυσικού πλούτου.
Ο εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης και σύμβουλος του ΑΣΕΠ, Παναγιώτης Καρκατσούλης, ο οποίος εκπόνησε την έρευνα, δήλωσε στην «Κ»: «Εχουμε τεράστιο στόλο πυρόσβεσης, αλλά και τον διπλάσιο να είχαμε πάλι τα αποτελέσματα δεν θα ήταν ικανοποιητικά γιατί οι περισσότερες δυνάμεις της Πυροσβεστικής που επιχειρούν στο έδαφος έχουν μεγαλύτερη εξειδίκευση στις αστικές πυρκαγιές και δεν είναι δασοπυροσβέστες».
Σύμφωνα με την έρευνα του ΚΕΦΙΜ, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικούς ανθρώπινους και υλικούς πόρους, έχει μεγάλο αριθμό πυροσβεστών και δαπανά πολλά χρήματα, αλλά ταυτόχρονα έχει μια από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις καμένες δασικές εκτάσεις. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν αυτή την αντίφαση. Το 2025, κάηκε το 0,35% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας, κατατάσσοντάς την στην πέμπτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε.
Αν συνυπολογιστεί το 0,38% της έκτασης που καιγόταν κατά μέσο όρο κάθε χρόνο την περίοδο 2006-2024, τότε η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. Οι καμένες εκτάσεις είναι –αναλογικά με την έκταση– περισσότερες μόνο στην Πορτογαλία. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι δεύτερη σε ποσοστό δαπανών για πυροπροστασία στην Ε.Ε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, το 0,7% των συνολικών δαπανών της χώρας κατευθύνεται στην πυροπροστασία. Πρόκειται για ένα ποσοστό που είναι χαμηλότερο μόνο από αυτό της Ρουμανίας (0,9%) και πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. που είναι 0,5%.
Ο αριθμός των πυροσβεστών ανά 1.000 κατοίκους στην Ελλάδα (17,4) είναι ο όγδοος μεγαλύτερος στην Ε.Ε. και το ποσοστό τους στο σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας έφτασε το 0,41% το 2024. Είναι ένα ποσοστό που φέρνει την Ελλάδα δεύτερη στην Ε.Ε. πίσω από την Κροατία.
Το παράδοξο, σύμφωνα με την έρευνα, είναι ότι παρά τους σημαντικούς πόρους που διαθέτει για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών –πολλαπλάσιους σε σχέση με χώρες μεγαλύτερες σε έκταση όπως η Ισπανία–, τα αποτελέσματα παραμένουν αρνητικά. Η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί ούτε με την αξιοποίηση των πρόσθετων διαθέσιμων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η Ελλάδα έχει λάβει 837 εκατ. ευρώ για μέτρα που σχετίζονται με τις πυρκαγιές, ενώ η Πορτογαλία έχει λάβει 615 εκατ. ευρώ και η Ισπανία 221 εκατ. ευρώ.
Η έρευνα καταγράφει τρεις βασικές αιτίες για τα απογοητευτικά αποτελέσματα. Η πρώτη είναι το ασαφές θεσμικό πλαίσιο, το οποίο είναι ταυτόχρονα δύσκολο στην εφαρμογή του. Επιπλέον, κρίσιμες προβλέψεις, όπως τα Περιφερειακά Κέντρα Πολιτικής Προστασίας, παραμένουν ανενεργές. Η δεύτερη αιτία είναι η υποστελέχωση των δομών πολιτικής προστασίας, οι οποίες επιπλέον στελεχώνονται από γηρασμένο προσωπικό και χαρακτηρίζονται από περιορισμένη αξιοποίηση της τεχνολογίας. Τέλος, επισημαίνεται ότι η τοπική αυτοδιοίκηση και τα δίκτυα εθελοντών δεν διαθέτουν την απαραίτητη αποκέντρωση, στήριξη και ένταξη στον επιχειρησιακό μηχανισμό.
Ο κ. Καρκατσούλης εξηγεί ότι η νομοθεσία είναι πλέον επαρκής, αλλά ειδικά στο στάδιο της πρόληψης των φυσικών καταστροφών υπάρχει επικάλυψη αρμοδιοτήτων, αδρανοποίηση φορέων, έλλειμμα στρατηγικής και διάφορες αγκυλώσεις, οι οποίες οφείλονται στη συντήρηση παλιών πελατειακών συστημάτων. «Είναι ένα σύστημα που δεν αξίζει τα χρήματα που δαπανώνται γι’ αυτό», σημειώνει και προσθέτει ότι «αν δεν λυθεί το ζήτημα της πρόληψης δεν θα λυθούν και τα υπόλοιπα προβλήματα».
Όπως επισημαίνει, οι περιφέρειες και οι δήμοι θα έπρεπε να έχουν περισσότερες αρμοδιότητες, αλλά τα βήματα που έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση δεν ολοκληρώθηκαν. «Οπως αποκαλύφθηκε, δεν είχαν βρεθεί οι χώροι που θα ήταν εντάξει ιδιοκτησιακά και πολεοδομικά για την κατασκευή τους. Τελικά, απεντάχθηκαν από το Ταμείο Ανάκαμψης και στη συνέχεια μάθαμε ότι θα δημιουργηθούν με κονδύλια από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων», λέει ο κ. Καρκατσούλης.
«Επειδή δεν τα πάμε καλά στην πρόληψη έχουμε ρίξει το βάρος στην καταστολή των πυρκαγιών», τονίζει ο κ. Καρκατσούλης, προσθέτοντας ότι και το στάδιο της αποκατάστασης των καταστροφών είναι μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία, με την εξαίρεση της πρώτης αρωγής.
Ο γενικός διευθυντής του ΚΕΦΙΜ, Νίκος Ρώμπαπας, δήλωσε στην «Κ» ότι «Η θωράκιση από φυσικές καταστροφές και η αποτελεσματική τους αντιμετώπιση όταν αυτές ξεσπούν είναι θεμελιώδης υποχρέωση της πολιτείας. Στην κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό και πόρους, υστερεί όμως σε ό,τι αφορά τον στρατηγικό σχεδιασμό, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των δασών και την πρόληψη. Το κόστος των πυρκαγιών, όπως και να το μετρήσει κανείς, είναι δυσβάσταχτο. Μια γενναία θεσμική μεταρρύθμιση που θα ενσωματώνει τις αποδεδειγμένα βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και θα επιτρέπει τον αποτελεσματικότερο συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ όλων των επιπέδων των εμπλεκόμενων φορέων, είναι απολύτως αναγκαία».