Η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου είναι η φτωχότερη της Ευρώπης

Απογοήτευση: Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. σε αγοραστική δύναμη!

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Οι ελληνικές περιφέρειες βρίσκονται στις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρώπη όσον αφορά την αγοραστική δύναμη των μισθών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Οικονομικές Εξελίξεις» του ΚΕΠΕ. Η περιφέρεια του Βορείου Αιγαίου καταλαμβάνει την τελευταία θέση, την 237η, με βάση το μέσο μισθό σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ). Τα στοιχεία αφορούν τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.

Η κατάσταση των ελληνικών περιφερειών έχει επιδεινωθεί μεταξύ 2009 και 2022, καθώς η οικονομική κρίση έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα. Η Περιφέρεια Αττικής υποχώρησε από την 159η θέση το 2009 στην 208η το 2022. Όλες οι υπόλοιπες περιφέρειες βρίσκονται σε ακόμα χαμηλότερες θέσεις.

Στο διάστημα 2009-2022, οι περιφέρειες της Ανατολικής Ευρώπης βελτίωσαν τις θέσεις τους, ενώ η εικόνα στον Νότο παραμένει στάσιμη. Ο αναλυτής Βλάσης Μισσός εξηγεί ότι αυτό αντανακλά ευρύτερες αλλαγές στην παραγωγικότητα, στην κλαδική σύνθεση των οικονομιών, στη δημιουργία θέσεων εργασίας που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και στις δεξιότητες που χρησιμοποιούνται.

Ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας, τονίζει: «Τα δεδομένα αυτά συμβαδίζουν με προηγούμενες έρευνες που έχουν καταδείξει τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα». Σύμφωνα με τον ίδιο, τα στοιχεία αποτυπώνουν τη διαχρονική καθήλωση των αποδοχών και την «επιδεινούμενη κοινωνικοοικονομική κατάσταση των εργαζομένων, των οποίων το εισόδημα εξαρτάται κυρίως από τη μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα».

Ο κ. Λιαργκόβας επισημαίνει ότι, παρά τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως φαίνεται από τους ρυθμούς ανάπτυξης και τη βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων, δεν έχουν αντιμετωπιστεί οι διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας. Αυτές περιλαμβάνουν τη χαμηλή παραγωγικότητα, την ποιότητα διακυβέρνησης, τους αδύναμους θεσμούς, την εξάρτηση από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, την κατανάλωση, τις εισαγωγές, τις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, την αργή μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία και το δημογραφικό πρόβλημα, τα οποία υπονομεύουν τις μελλοντικές αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.

«Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι αυτοσκοπός», τονίζει ο κ. Λιαργκόβας, προσθέτοντας ότι το ζητούμενο είναι να μην επιτυγχάνεται μέσω υπερφορολόγησης. Όπως σημειώνει, «Το ζητούμενο είναι να μην επιτυγχάνεται μέσω υπερφορολόγησης, που στερεί ρευστότητα από την πραγματική οικονομία και αποθαρρύνει τις επενδύσεις». Προτείνει μία ισορροπημένη στρατηγική που θα δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ποιοτική ανάπτυξη.

Η έκδοση του ΚΕΠΕ επανέρχεται στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού προτύπου και στην ανάλυση του προσχεδίου προϋπολογισμού, υπογραμμίζοντας ότι «η επόμενη περίοδος απαιτεί μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και διαφοροποίηση των πηγών ανάπτυξης». Ο κ. Λιαργκόβας αναφέρει ότι η προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 2,6 δισ. ευρώ σημαίνει ότι «μεγάλο μέρος της φορολογικής ανάσας που δίνεται με τη μείωση των άμεσων φόρων, επιστρέφει στο κράτος μέσω ΦΠΑ, τεκμαρτής φορολόγησης και μη τιμαριθμοποίησης των κλιμακίων». Επισημαίνει ότι «Η φορολογική δικαιοσύνη εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο», καθώς «Ο λόγος άμεσης προς έμμεση φορολογία παραμένει διαχρονικά δυσμενής, ιδίως για τα χαμηλότερα φορολογικά στρώματα».

Τέλος, το ΚΕΠΕ δημοσίευσε χθες τον δείκτη πολυδιάστατης παιδικής φτώχειας, ο οποίος ανέρχεται στο 5,5%. Η έρευνα, η οποία διεξήχθη σε 3.076 μαθητές σε όλη τη χώρα, έδειξε ότι η Στερεά Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό πολυδιάστατης παιδικής φτώχειας (8,56%). Η οικονομική παιδική φτώχεια ανέρχεται στο 9,2%, ενώ η μη οικονομική παιδική φτώχεια στο 12,5%. Η οικονομική παιδική φτώχεια είναι υψηλότερη σε πολύτεκνες οικογένειες, αγροτικές, νησιωτικές και ορεινές περιοχές και σε μονογονεϊκά νοικοκυριά με μητέρα επικεφαλής.