Σε σταυροδρόμι μετασχηματισμών η παγκόσμια οικονομία

ΔΝΤ: Η παγκόσμια οικονομία σε αχαρτογράφητα νερά – Τι σηματοδοτεί αυτό;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Στην Ετήσια Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, το επίκεντρο είναι η παγκόσμια οικονομία, η οποία αντιμετωπίζει αβεβαιότητες, γεωπολιτικές εντάσεις και ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές. Οι αναλυτές του Ταμείου αναγνωρίζουν την ανθεκτικότητα της ανάπτυξης, αλλά εκφράζουν ανησυχίες για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές λόγω των βαθιών ανισορροπιών μεταξύ των οικονομιών. Η γενική εκτίμηση είναι ότι η κατάσταση είναι καλύτερη από τις αρχικές προβλέψεις, αλλά χρειάζονται περισσότερα για βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.

Οι συζητήσεις εστιάζουν στην ανάγκη για σταθερά μακροοικονομικά θεμέλια, ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και μείωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών. Η παγκόσμια οικονομία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα σε πολλαπλά σοκ, από την πανδημία μέχρι την ενεργειακή κρίση και τις διαταραχές στο διεθνές εμπόριο. Η ευελιξία των επιχειρήσεων, οι επενδύσεις στην τεχνολογία και οι ισχυρότερες θεσμικές δομές συνέβαλαν στην αποφυγή της ύφεσης. Ωστόσο, το υψηλό δημόσιο χρέος, η επιβράδυνση της παραγωγικότητας και η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων παραμένουν εμπόδια.

Ένα σημαντικό μέρος των συζητήσεων επικεντρώνεται στις πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Επισημαίνεται η ανάγκη για επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μείωση της γραφειοκρατίας και δημιουργία σταθερού φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου για την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Επίσης, τονίζεται η σημασία του διεθνούς εμπορίου ως κινητήριας δύναμης ανάπτυξης, ενώ οι προστατευτικές τάσεις και οι περιορισμοί στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών θεωρούνται κίνδυνοι για την παγκόσμια σταθερότητα.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, προτείνεται η σταδιακή αποκατάσταση του «δημοσιονομικού χώρου» μέσω αύξησης των εσόδων από εγχώριες πηγές, βελτίωσης της στόχευσης των δαπανών και περιορισμού του δημόσιου χρέους. Πολλές χώρες, ιδιαίτερα οι ανεπτυγμένες, έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά λόγω των χαμηλών επιτοκίων και των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων. Δεδομένου ότι η εποχή του φθηνού δανεισμού έχει τελειώσει, οι κυβερνήσεις καλούνται να σχεδιάσουν υπεύθυνες πολιτικές για να μην επιβαρύνουν τις μελλοντικές γενιές. Επιπλέον, τονίζεται η ανάγκη διασφάλισης της νομισματικής σταθερότητας και αποφυγής νέων κινδύνων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης και οι πιθανές οικονομικές της επιπτώσεις αποτελούν επίσης καίριο θέμα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να αυξήσει τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης κατά 0,1 έως 0,8 ποσοστιαίες μονάδες, εφόσον ενισχύσει την παραγωγικότητα. Ωστόσο, απαιτούνται επενδύσεις σε ψηφιακές υποδομές, εκπαίδευση, δεξιότητες και ρυθμιστικά πλαίσια που θα εξασφαλίζουν ηθική χρήση της τεχνολογίας. Ο οργανισμός έχει αναπτύξει δείκτη ετοιμότητας για την τεχνητή νοημοσύνη, καταγράφοντας μεγάλες διαφορές μεταξύ ανεπτυγμένων και φτωχότερων χωρών, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέες μορφές ανισότητας.

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένει μείζονα ανησυχία, με τη μετατόπιση της χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα προς τον μη τραπεζικό τομέα, ο οποίος πλέον κατέχει πάνω από το μισό της συνολικής αγοράς δανεισμού. Οι λιγότερο αυστηροί ρυθμιστικοί μηχανισμοί στους μη τραπεζικούς φορείς ενέχουν κινδύνους για νέα μορφή κρίσης, ιδιαίτερα σε περίπτωση επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης. Οι ειδικοί ζητούν αυξημένη παρακολούθηση του τομέα αυτού και ενίσχυση των ρυθμιστικών μηχανισμών για την αποφυγή συστημικών κινδύνων. Παρά την ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομίας θεσμικά από την κρίση του 2008, τα δημοσιονομικά αποθέματα έχουν εξαντληθεί, καθιστώντας την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων δυσκολότερη.

Στον τομέα του δημόσιου χρέους, οι συζητήσεις επικεντρώνονται στην ανάγκη καλύτερου συντονισμού μεταξύ δανειστών και οφειλετών, καθώς και στην ενίσχυση του πλαισίου βιωσιμότητας του χρέους των φτωχών χωρών. Εξετάζεται η αναπλήρωση των πόρων που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και άλλων κρίσεων, καθώς και η βελτίωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους για ευάλωτες οικονομίες. Υπογραμμίζεται επίσης η σημασία της τεχνικής βοήθειας και της θεσμικής ενδυνάμωσης των χωρών για τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών τους με μεγαλύτερη διαφάνεια.

Τέλος, αναφορικά με τις γεωοικονομικές εντάσεις, επισημαίνεται ότι οι εμπορικές διαμάχες, ιδίως μεταξύ μεγάλων οικονομιών, ενδέχεται να επηρεάσουν τον πληθωρισμό και να αναδιαμορφώσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού. Παρά τις πιέσεις, η πλειονότητα των χωρών υποστηρίζει το πολυμερές εμπορικό σύστημα, αναγνωρίζοντας ότι η παγκοσμιοποίηση παραμένει αναγκαία για τη διατήρηση της σταθερότητας. Εξετάζονται επίσης οι προοπτικές περιφερειακών εμπορικών συμφωνιών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.