
Σπατάλη τροφίμων: Σοκαριστικά στοιχεία για την Ελλάδα και την Ευρώπη!
Απογοητευτική παραμένει η εικόνα της σπατάλης τροφίμων στην Ευρώπη, όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Eurostat. Το 2023, στην ΕΕ παρήχθησαν πάνω από 58 εκατομμύρια τόνοι τροφικών αποβλήτων (βρώσιμα και μη), που αντιστοιχούν σε 130 κιλά ανά Ευρωπαίο.
Σύμφωνα με την ανάλυση – εξαιρούνται τρόφιμα που δεν συγκομίστηκαν ή απορρίφθηκαν για λόγους ασφαλείας –, το 53% των αποβλήτων (69 κιλά ανά άτομο) προέρχεται από τα νοικοκυριά. Το υπόλοιπο 47% προέρχεται από την εφοδιαστική αλυσίδα. Στα ελληνικά νοικοκυριά, η σπατάλη μειώνεται στο 44% σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα, μαζί με τη Δανία και την Κύπρο, κατέχει μία από τις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη όσον αφορά την ποσότητα τροφίμων που πετιούνται ανά κάτοικο.
Στους τομείς λιανεμπορίου, εστίασης και νοικοκυριών, τα απορριπτόμενα τρόφιμα αντιστοιχούν περίπου στο 9% των τροφίμων που φτάνουν στους καταναλωτές. Οι χώρες της ΕΕ βελτιώνουν τις μεθοδολογίες μέτρησης για μεγαλύτερη ακρίβεια.
Τα απόβλητα των νοικοκυριών είναι σχεδόν διπλάσια από εκείνα της πρωτογενούς παραγωγής (12 κιλά ανά άτομο – 10%) και της παραγωγής και μεταποίησης τροφίμων και ποτών (24 κιλά – 19%). Οι τομείς της εστίασης και του λιανεμπορίου ευθύνονται για 14 κιλά (11%) και 10 κιλά (8%) αποβλήτων ανά άτομο αντίστοιχα.
Το 2023, η Ελλάδα πέταξε περισσότερους από δύο εκατομμύρια τόνους φαγητού (2.091.442 τόνοι), αριθμός σχεδόν αμετάβλητος σε σχέση με το 2020. Κάθε Έλληνας σπαταλά περίπου 201 κιλά τροφίμων ετησίως, κατατάσσοντας την χώρα τρίτη στην Ευρώπη.
Το 44,3% της σπατάλης οφείλεται στα νοικοκυριά, με 926.509 τόνους να καταλήγουν στα σκουπίδια των ελληνικών σπιτιών. Το υπόλοιπο 56% προέρχεται από την πρωτογενή παραγωγή, τη μεταποίηση, το εμπόριο και την εστίαση.
Στην Τσεχία, με παρόμοιο πληθυσμό, καταλήγουν στα σκουπίδια οι μισοί τόνοι φαγητού. Υψηλή είναι και η σπατάλη στην Ολλανδία, αν και ο πληθυσμός της είναι σχεδόν διπλάσιος.
Σε επίπεδο ΕΕ, από τη συνολική ποσότητα τροφικών αποβλήτων (58 εκατ. τόνοι), τα 31 εκατ. τόνοι (53%) προέρχονται από νοικοκυριά, λιγότεροι από 11 εκατ. τόνοι (19%) από τον τομέα μεταποίησης και παραγωγής, και το υπόλοιπο 29% από την πρωτογενή παραγωγή (κάτω από 6 εκατ. τόνους, 10%), την εστίαση (κάτω από 7 εκατ. τόνους, 11%) και το λιανεμπόριο (λίγο κάτω από 5 εκατ. τόνους, 8%).
Χώρες με πληθυσμό κάτω των 10 εκατομμυρίων κατοίκων και με καθαρό εξαγωγικό ισοζύγιο σε τρόφιμα ενδέχεται να εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα αποβλήτων, ιδίως στη μεταποίηση.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ μετρούν την ποσότητα τροφικών αποβλήτων σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ως «τρόφιμο» θεωρείται κάθε ουσία ή προϊόν (επεξεργασμένο, μερικώς ή μη επεξεργασμένο) που προορίζεται να καταναλωθεί από ανθρώπους.
Τα απορρίμματα περιλαμβάνουν τόσο βρώσιμα όσο και μη βρώσιμα μέρη. Ένα τρόφιμο καταγράφεται ως απόβλητο όταν εισέλθει στην εφοδιαστική αλυσίδα, αφαιρεθεί ή απορριφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο και προορίζεται για επεξεργασία ως απόβλητο.
Αρκετά κράτη μέλη βελτίωσαν τη μεθοδολογία τους, υποβάλλοντας 30 αναθεωρήσεις για τα έτη 2020–2022. Τέσσερα κράτη μέλη και η Νορβηγία αναθεώρησαν και τα τρία έτη, ενώ τέσσερα κράτη μέλη και η Ισλανδία δεν έχουν ακόμη αποστείλει στοιχεία για το 2023.
Απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας και εφαρμογή πολιτικών εκ μέρους των κυβερνήσεων με στόχο τη μείωση της σπατάλης τροφίμων, η οποία προκαλεί περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.