
Τραμπ 2025: Οι δασμοί και οι περικοπές «γονατίζουν» την Αμερική;
Όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 2025, κινήθηκε με την ορμή ενός πολιτικού που θέλει να αφήσει άμεσο αποτύπωμα. Η νέα του ατζέντα επικεντρώθηκε στους «αμοιβαίους» δασμούς με στόχο την προστασία των αμερικανικών βιομηχανιών, τη διόρθωση εμπορικών ανισορροπιών και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας. Βασικοί στόχοι οι συνήθεις «ύποπτοι»: Κίνα, Μεξικό, Καναδάς, Ινδία και, δευτερευόντως, η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ομως, όπως συμβαίνει συχνά στην οικονομική ιστορία, η πρόθεση και το αποτέλεσμα απέχουν. Οι επιπτώσεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο παγκόσμιο σύστημα, αποδείχθηκαν πιο πολύπλοκες και… χαώδεις.
Οι μακροοικονομικές επιπτώσεις των δασμών έγιναν γρήγορα μετρήσιμες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σημαντικά οικονομικά ιδρύματα προβλέπουν ότι η πολιτική αυτή θα μειώσει την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τόσο το 2025 όσο και το 2026. Ηδη τα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή την τάση. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας τον Αύγουστο περιορίστηκε σε μόλις 22.000, ενώ η ανεργία ανέβηκε στο 4,3%, το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων ετών. Το Yale’s Budget Lab υπολόγισε ότι έως το τέλος του 2025 η απασχόληση σε έμμισθες θέσεις εργασίας θα είναι κατά 500.000 χαμηλότερη σε σχέση με το σενάριο χωρίς δασμούς και τις τάσεις της τελευταίας τετραετίας Μπάιντεν. Ορισμένοι κλάδοι, όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο, απολαμβάνουν βραχυπρόθεσμα οφέλη. Ομως, άλλοι κλάδοι όπως οι κατασκευές, η αγροτική παραγωγή και το λιανεμπόριο, υφίστανται τις συνέπειες των αντιποίνων από τις χώρες που η πολιτική Τραμπ στοχοποίησε.
Μετρήσιμες επίσης είναι οι επιπτώσεις των δασμών στον τιμάριθμο. Το κόστος εισαγωγών αυξήθηκε αισθητά, ενώ οι αμερικανικές βιομηχανίες που στηρίζονται σε εισαγόμενες πρώτες ύλες είδαν το κόστος παραγωγής τους να αυξάνεται. Σε βασικά αγαθά, όπως ένδυση, προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας και υποδήματα, οι αυξήσεις άγγιξαν έως και το 40% σε σχέση με το 2024. Ο πληθωρισμός τον Αύγουστο διαμορφώθηκε στο 2,9%, ύψος σχετικά χαμηλό, αλλά με σημαντική κοινωνική επίπτωση όταν ενσωματώνει τις ανατιμήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης, πλήττοντας τα χαμηλά εισοδήματα δυσανάλογα. Οπως έχει παρατηρήσει ο Μίλτον Φρίντμαν: «Οι δασμοί είναι έμμεσοι φόροι στους καταναλωτές όχι στους εισαγωγείς».
Οι δασμοί, όμως, δεν αποτελούν μόνο ένα εσωτερικό ζήτημα των ΗΠΑ. Αντίθετα, προκαλούν ντόμινο στο παγκόσμιο εμπόριο. Διαστρεβλώνουν την κατανομή πόρων, διαταράσσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες και υπονομεύουν την παραγωγικότητα. Οι εταιρείες διεθνώς αναγκάζονται να αναδιατάξουν τις επενδυτικές στρατηγικές τους, μεταφέροντας παραγωγικές δραστηριότητες και αναζητώντας νέες αγορές. Οι παλινδρομήσεις του Αμερικανού προέδρου, με διαδοχικές εξαγγελίες αυξομειώσεων του επιπέδου των δασμών τους οποίους χρησιμοποιεί ως εργαλείο «σωφρονισμού», επέτειναν την αβεβαιότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομία που ευνοείται είναι η Κίνα. Επωφελείται από τις αμερικανικές παλινωδίες, ενισχύει τις εξαγωγές της σε τρίτες αγορές και προβάλλει ως αξιόπιστος εμπορικός εταίρος. Οπως έχει παρατηρήσει ο Ντάνι Ρόντρικ: «Οι οικονομίες κερδίζουν όταν οι ιδέες και τα αγαθά ταξιδεύουν ελεύθερα». Οταν η Αμερική κλείνει τις πόρτες, η Κίνα ανοίγει διάπλατα τα παράθυρα.
Οι επιπτώσεις των δασμών είναι ήδη ορατές στις ΗΠΑ, με την ανεργία να φθάνει στο 4,3%, το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων ετών.
Παράλληλα με την πολιτική δασμών, η κυβέρνηση Tραμπ επέφερε ένα δεύτερο, λιγότερο ορατό αλλά εν δυνάμει πιο καταστροφικό πλήγμα στην ίδια την Αμερική: τις περικοπές στη χρηματοδότηση έρευνας και ανάπτυξης (R&D) και των πανεπιστημιακών και άλλων ιδρυμάτων που την υλοποιούν. Οι μειώσεις στις ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις μέσω NIH (National Institutes of Health), NSF (National Science Foundation) και DOE (Department of Energy/υπουργείο Ενέργειας), καθώς και η περικοπή των έμμεσων εξόδων των πανεπιστημίων, υπονομεύουν τις ίδιες τις βάσεις της αμερικανικής επιστημονικής υπεροχής. Σαν να μην έφταναν οι περικοπές, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε αυστηρότερους περιορισμούς στη χορήγηση θεώρησης εισόδου (βίζας) για ξένους φοιτητές, ιδιαίτερα σε τομείς STEM (Science, Technology, Engineering, and Mathematics). Εργαστήρια κινδυνεύουν να κλείσουν, κλινικές δοκιμές να ανασταλούν και σημαντικά ερευνητικά έργα να ματαιωθούν. Το ανθρώπινο κεφάλαιο της Αμερικής, αυτό που συνέρρεε από άλλες χώρες, όχι μόνο συρρικνώνεται, αλλά και εκδιώκεται. Η Αμερική οπισθοδρομεί ακριβώς στους τομείς όπου άλλοτε ηγείτο του κόσμου. Να θυμίσουμε ότι σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς επιστήμης και έρευνας, οι ξένοι φοιτητές κατείχαν δεσπόζουσα θέση. Η συνεισφορά τους σε επιστημονικά άρθρα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, startups και εφαρμογές αποτέλεσε δομικό συστατικό της τεχνολογικής ανάπτυξης της Αμερικής. Η μείωση της εισροής ξένων φοιτητών στερεί τα αμερικανικά πανεπιστήμια και τις εταιρείες τεχνολογίας αιχμής από έναν ζωτικό παράγοντα ανάπτυξης. Αυτές οι περικοπές και οι περιορισμοί απειλούν να μειώσουν δραστικά το έμψυχο υλικό που δίνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια την παγκόσμια αίγλη τους. Η απώλεια δεν είναι μόνο αριθμητική, αλλά και συμβολική. Η Αμερική, που άλλοτε προσείλκυε τα λαμπρότερα μυαλά, τώρα δείχνει απρόθυμη ή αδύναμη να τα φιλοξενήσει. Και σε αυτό το κενό η Κίνα αναδεικνύεται σε δεσπόζουσα δύναμη. Σε πλήρη αντίθεση με τις ΗΠΑ, αυξάνει με ταχύ ρυθμό τις δαπάνες Ερευνας και Τεχνολογίας. Με μέση ετήσια αύξηση 8,9% την περίοδο 2019-2023, έχει σχεδόν καλύψει τη διαφορά από τις ΗΠΑ σε απόλυτους αριθμούς. Παράλληλα, ενισχύει τα πανεπιστήμιά της, προσελκύει ταλαντούχους ερευνητές και διεθνοποιεί τα ερευνητικά της προγράμματα. Κατευθύνει πόρους σε στρατηγικούς τομείς όπως τεχνητή νοημοσύνη, βιοτεχνολογία, κβαντική πληροφορική, καθαρή ενέργεια. Η Κίνα φαίνεται να έχει κατανοήσει καλύτερα από την Αμερική ότι η καινοτομία είναι το μόνο πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που μπορείς να έχεις. Οι αγορές έπονται.
Ο συνδυασμός της επιβολής δασμών και περικοπών στη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων και πανεπιστημίων συνιστά έναν επικίνδυνο διπλό αυτοτραυματισμό της Αμερικής. Η πολιτική δασμών αποτελεί σαφή αποδοχή ότι η Αμερική έχασε τον εμπορικό πόλεμο σε επίπεδο τιμών, αλλά και σε επίπεδο ποιότητας, σε μια διευρυμένη γκάμα καταναλωτικών και βιομηχανικών προϊόντων. Αλλά οι δασμοί, όπως η ιστορία έχει καταδείξει, έχουν ανασταλτικό μόνο χαρακτήρα, περιορισμένη διάρκεια και αμφίβολα αποτελέσματα. Ο ανταγωνισμός και η ελεύθερη αγορά, που έκαναν πραγματικά την «Αμερική Μεγάλη», τώρα γίνονται εργαλεία υπεροχής στα χέρια των ανταγωνιστών της που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Η πολιτική μείωσης των κονδυλίων σε ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της αμερικανικής οικονομικής καινοτομίας που εδραίωσε την υπεροχή της για περισσότερο από επτά δεκαετίες. Και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικές του προέδρου Τραμπ δεν θα μείνουν ατιμώρητες. Η εποχή της Κίνας ανατέλλει. Επενδύει επιθετικά στις πλέον εξελιγμένες μορφές έρευνας και ιδιαίτερα στην τεχνητή νοημοσύνη, διεισδύει στις παγκόσμιες αγορές όλων των προϊόντων, οικοδομεί οικονομικές σχέσεις αμοιβαίου εμπορικού συμφέροντος με ανεπτυγμένες οικονομίες και συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών με επενδυτικά προγράμματα σε υποδομές και παραγωγικές δραστηριότητες.
Κλείνοντας, οι πολιτικές Tραμπ φαίνεται να οδηγούν την Αμερική σε μια ιστορική ήττα. Αντί να διαπιστώσει και να διορθώσει τις ενδογενείς αδυναμίες ενός συστήματος που την έκανε να μεγαλουργήσει, αρνείται να ακούσει τον ήχο των «σειρήνων της αποκαθήλωσης». Οπως παρατηρεί ο Κρούγκμαν, «Τα έθνη συνήθως αυτοκαταστρέφονται όταν παρασύρονται από τις ίδιες τους τις ψευδαισθήσεις».
*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.