Απαιτητικοί στόχοι στο φινάλε του Ταμείου Ανάκαμψης

Ταμείο Ανάκαμψης: Το μεγάλο στοίχημα του 2026 και τα κρίσιμα ορόσημα

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Το 2026 αποτελεί χρονιά-κλειδί για την Ελλάδα, καθώς η κυβέρνηση στοχεύει στην είσπραξη 13,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 40% του συνολικού ελληνικού προϋπολογισμού του ΤΑΑ, ύψους 36 δισ. ευρώ. Τα 13,7 δισ. ευρώ αφορούν τις τρεις τελευταίες δόσεις δανείων και επιχορηγήσεων. Στην εκπνοή του 2025, η κυβέρνηση υπέβαλε το 7ο αίτημα επιχορηγήσεων και το 6ο αίτημα δανείων συνολικού ύψους 1,17 δισ. ευρώ, τα οποία αναμένεται να εισπραχθούν το 2026, μετά την έγκρισή τους.

Σύμφωνα με την πρόσφατη αναθεώρηση του Ελλάδα 2.0, το χρονοδιάγραμμα προβλέπει κλιμάκωση των αιτούμενων ποσών στις δύο επόμενες δόσεις, με αποκορύφωμα στις 30 Σεπτεμβρίου. Οι τελευταίες εκταμιεύσεις θα πραγματοποιηθούν στο τέλος του έτους. Το 8ο αίτημα επιχορηγήσεων αναμένεται να φτάσει τα 1,7 δισ. ευρώ και θα συνοδεύεται από το 7ο αίτημα δανείων ύψους 1,3 δισ. ευρώ, αγγίζοντας συνολικά τα 3 δισ. ευρώ. Η υποβολή του αιτήματος αυτού προγραμματίζεται για το τέλος Απριλίου.

Το 9ο και τελευταίο αίτημα επιχορηγήσεων εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 4,4 δισ. ευρώ, ενώ το 8ο αίτημα δανείων σε 5,2 δισ. ευρώ, φτάνοντας αθροιστικά τα 9,6 δισ. ευρώ. Συνεπώς, στα τελευταία αιτήματα του Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα θα διεκδικήσει περίπου το 30% του συνολικού ποσού που δικαιούται.

Η επιτυχία της είσπραξης των 13,7 δισ. ευρώ εξαρτάται από την επίτευξη φιλόδοξων στόχων και οροσήμων. Παρά την αναθεώρηση που απάλειψε κάποια σύνθετα έργα και επενδύσεις, η πρόοδος των αιτημάτων θα κριθεί από την υλοποίηση 178 μεταρρυθμίσεων, την εκτέλεση έργων και την υπογραφή συμβάσεων. Ενδεικτικά, για την υποβολή του 8ου αιτήματος επιχορηγήσεων απαιτείται, μεταξύ άλλων, η έκδοση άδειας για τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, η ψήφιση νομοθεσίας για τα επιδόματα ανεργίας, η αναβάθμιση υποδομών του ΕΣΥ και η ολοκλήρωση του πληροφοριακού συστήματος για την ΑΑΔΕ. Για το 9ο αίτημα, απαιτείται η ολοκλήρωση των εργασιών για τον Ε-65: Τρίκαλα – Εγνατία Οδός, η εκτέλεση εργασιών στον ΒΟΑΚ, η κατασκευή τμημάτων του προαστιακού σιδηροδρόμου στη Δυτική Αττική, η υλοποίηση έργων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των σιδηροδρόμων Ελλάδας, η κατασκευή έργων για την αποκατάσταση οδών και σιδηροδρόμων που επλήγησαν από τις κακοκαιρίες «Daniel» και «Elias», η ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, η αποκατάσταση του εδάφους σε περιοχές δίκαιης μετάβασης, η εκπόνηση πολεοδομικών σχεδίων, η εκτέλεση του έργου «Υποδομές οπτικών ινών σε κτίρια», η περάτωση των έργων των νέων δικαστικών κτιρίων, η υλοποίηση του ηλεκτρονικού μητρώου, η εκτέλεση επενδύσεων για την ψηφιοποίηση των ΜμΕ, η μείωση του clawback κατά 400 εκατ. ευρώ, η προώθηση της ανακαίνισης υποδομών μονάδων πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και υποδομών του ΕΣΥ και η ολοκλήρωση της ανακαίνισης διαμερισμάτων κοινωνικής στέγασης και των πρωτοβάθμιων προσεισμικών ελέγχων των δημοσίων κτιρίων.

Στον τομέα των δανείων, για την 7η αίτηση πληρωμής, απαιτείται η υπογραφή πιστώσεων ύψους 11,5 δισ. ευρώ με τις τράπεζες, αυξημένες κατά 1,7 δισ. ευρώ σε σχέση με την προηγούμενη αίτηση. Για την 8η αίτηση πληρωμής, οι πιστώσεις πρέπει να αυξηθούν κατά επιπλέον 1,7 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 13,2 δισ. ευρώ, ενώ υπάρχουν και άλλοι στόχοι που αφορούν τα προγράμματα «Σπίτι μου ΙΙ» και «Αναβαθμίζω το Σπίτι μου».

Το σημαντικότερο ορόσημο για την 7η δόση δανείου είναι η αξιολόγηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, με στόχο την εξασφάλιση αναβάθμισης που θα της επιτρέψει να αξιοποιεί κονδύλια της Ε.Ε. Με αυτόν τον τρόπο, η τράπεζα θα μπορέσει να εισπράξει περίπου 2 δισ. ευρώ δανείων ως κεφαλαιακή ενίσχυση, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη δανειοδότηση επιχειρήσεων, κυρίως μικρομεσαίων. Η κυβέρνηση επιδιώκει την είσπραξη του συνόλου των 36 δισ. ευρώ, δίνοντας προτεραιότητα στις επιχορηγήσεις, ενώ δεν αποκλείει πιθανές απώλειες στα δάνεια.

Σημειώνεται ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει προκλήσεις με το χρονοδιάγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι πηγές αναφέρουν ότι παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες, γεγονός που ενδέχεται να δυσκολέψει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των τελευταίων μηνών του 2026.