Plan B για να μη χαθούν φθηνά δάνεια

Ταμείο Ανάκαμψης: Σχέδιο "σωτηρίας" για τα κονδύλια στην Αναπτυξιακή Τράπεζα;

Επιχειρήσεις
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η απώλεια σημαντικών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά τη μεταφορά πόρων στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Η κίνηση αυτή κρίνεται αναγκαία, καθώς η πορεία των συμβασιοποιημένων δανείων υπολείπεται σημαντικά των αρχικών προσδοκιών. Σύμφωνα με στοιχεία, οι συμβασιοποιήσεις υστερούν κατά 50% των συνολικών αιτήσεων. Συγκεκριμένα, από τις 1.148 αιτήσεις για επενδυτικά σχέδια, μόλις 550 έχουν λάβει έγκριση. Δεδομένων των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων –με ορίζοντα τα τέλη Αυγούστου του 2026– είναι φανερό ότι δεν θα προλάβουν όλα τα έργα να συμβασιοποιηθούν και να απορροφηθεί το σύνολο των διαθέσιμων πόρων. Μιλάμε για 32 δισ. ευρώ, η αξιοποίηση των οποίων είναι ζωτικής σημασίας για την κάλυψη του επενδυτικού κενού της χώρας.

Η εκτίμηση συγκλίνει στο ότι τα 6,8 δισ. ευρώ που έχουν συμβασιοποιηθεί μέχρι σήμερα δεν θα ξεπεράσουν τα 12 δισ. μέχρι την καταληκτική ημερομηνία. Η μεταφορά των «αδιάθετων» πόρων στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, θα δώσει νέα ώθηση στην αξιοποίησή τους, ιδίως από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν επιδείξει ικανοποιητικές επιδόσεις στο πλαίσιο του ΤΑΑ. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αξιωματούχοι της οποίας έχουν ήδη εκφράσει ανησυχίες για τον κίνδυνο απώλειας πόρων και έχουν υπογραμμίσει την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών.

Οι καθυστερήσεις οφείλονται κυρίως στα στενά χρονικά περιθώρια, καθώς ο χρόνος που απομένει δεν επαρκεί για την υπογραφή όλων των συμβάσεων. Επιπλέον, δεν μεταφράζονται όλα τα αιτήματα σε πραγματική ζήτηση και σε ώριμες προτάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε συμβάσεις. Ακόμη, οι εκταμιεύσεις παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, καθώς δεν ξεπερνούν τα 6 δισ. ευρώ. Παρά το γεγονός ότι ο χρόνος για την εκταμίευση των δανείων παρατείνεται πέραν του 2026, υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι τα δάνεια που θα συμβασιοποιηθούν θα φτάσουν τελικά στην πραγματική οικονομία.

Τραπεζικές πηγές επισημαίνουν ότι «η αργή πρόοδος αντικατοπτρίζει τα προβλήματα στο επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα μας». Οι αιτίες των καθυστερήσεων εντοπίζονται στην έλλειψη «ώριμων έργων» και στην ελλιπή πληρότητα των απαιτούμενων μελετών. Ενα ακόμη εμπόδιο είναι η γραφειοκρατία και οι εγκρίσεις που απαιτούνται από διάφορους φορείς, όπως η αρχαιολογία, η πολεοδομία και οι περιφέρειες.

Επιπλέον, η «ρηχή εικόνα της ελληνικής επιχειρηματικότητας» αποτελεί τροχοπέδη, καθώς η δεξαμενή των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν τους κύριους αποδέκτες των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, έχει σχεδόν εξαντληθεί. Αυτό σημαίνει ότι ο κύριος όγκος των αιτημάτων που απομένουν προέρχονται από μικρές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες εγκαταλείπουν την προσπάθεια αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου, με αποτέλεσμα να μην προχωρούν στην υποβολή των οριστικών επιχειρηματικών σχεδίων.

Ένας επιπλέον παράγοντας που δυσχεραίνει την κατάσταση είναι οι αυστηρές προϋποθέσεις που διέπουν τα δάνεια του ΤΑΑ. Συγκεκριμένα, το 38,5% των κονδυλίων πρέπει να κατευθύνεται σε έργα που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση και τουλάχιστον το 20% σε έργα ψηφιακής μετάβασης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε επένδυση που υποβάλλεται για χρηματοδότηση θα πρέπει να δεσμεύει ένα συγκεκριμένο ποσοστό του προϋπολογισμού της για δαπάνες που αφορούν αυτές τις δύο κατηγορίες. Τα επιλέξιμα επενδυτικά σχέδια πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον έναν από τους πέντε πυλώνες του προγράμματος: πράσινη μετάβαση, ψηφιακός μετασχηματισμός, καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη, ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας μέσω συνεργασιών, εξαγορών και συγχωνεύσεων και εξωστρέφεια.

Η αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων είναι μια σύνθετη διαδικασία. Αρχικά, οι αξιολογητές πρέπει να πιστοποιήσουν ότι οι προτάσεις είναι συμβατές με τους στόχους που έχει θέσει η Ε.Ε. Στη συνέχεια, οι τράπεζες ελέγχουν το οικονομικό αντικείμενο της επένδυσης, διασφαλίζοντας ότι η επένδυση είναι κερδοφόρα και ότι η χρηματοδότηση βασίζεται σε ασφαλή οικονομικά κριτήρια. Επιπλέον, οι τράπεζες παρακολουθούν στενά την εκτέλεση της επένδυσης.