Σοκαριστικά στοιχεία για την υγεία στην Ελλάδα: Πόσο πληρώνουμε;
Ένας στους τρεις ασθενείς στην Ελλάδα αδυνατεί να λάβει την απαραίτητη ιατρική φροντίδα έγκαιρα, ενώ παράλληλα οδηγείται σε οικονομική ασφυξία, καθώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις βασικές του ανάγκες. Αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με το μόλις 6% των ασθενών στην υπόλοιπη Ευρώπη που αντιμετωπίζουν αντίστοιχες οικονομικές δυσκολίες.
Ειδικότερα, το 32% των Ελλήνων απειλούνται με φτώχεια λόγω των εξόδων υγείας που καλούνται να πληρώσουν για την περίθαλψή τους. Επιπλέον, περισσότεροι από ένας στους πέντε (22%) αντιμετωπίζουν ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες, καθώς δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας για εξετάσεις, είτε λόγω οικονομικών δυσκολιών, είτε λόγω μεγάλων αποστάσεων, είτε λόγω των χρονοβόρων αναμονών στις λίστες. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει μόλις το 3,3% των Ευρωπαίων.
Οι διαφορές αυτές, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την υγεία, οφείλονται στη δημόσια χρηματοδότηση της περίθαλψης. Στην Ε.Ε., κατά μέσο όρο, το Δημόσιο καλύπτει το 80% των δαπανών υγείας, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό φτάνει μόλις το 61%. Ένα σημαντικό 34% των δαπανών προέρχεται απευθείας από την τσέπη των ασθενών.
Επιπλέον, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στην εμπιστοσύνη των ασθενών προς το σύστημα υγείας, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Οι ασθενείς επισημαίνουν κυρίως την έλλειψη συντονισμού, με ποσοστό κάτω του 50%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 61%. Παραμένει επίσης χαμηλή η δυνατότητα διαχείρισης των χρόνιων ασθενειών από τους ίδιους τους ασθενείς ηλικίας 45 ετών και άνω, με ποσοστό κάτω του 40%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 63%.
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει τις υψηλότερες άμεσες πληρωμές για φάρμακα στην Ευρώπη, που αντιστοιχούν στο 27% των συνολικών δαπανών υγείας, ποσοστό διπλάσιο του μέσου όρου της Ε.Ε.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την ετήσια έρευνα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου και του ΟΟΣΑ για τις παραμέτρους υγείας των κρατών μελών της Ε.Ε.
Σύμφωνα με το φετινό προφίλ της Ελλάδας, το 26,9% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, έναντι 20,9% στην Ε.Ε. Όσον αφορά την υγεία, το προσδόκιμο επιβίωσης ανέκαμψε στα 81,9 έτη, μετά την πτώση στα 80,2 έτη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι κύριες αιτίες θανάτου είναι τα καρδιαγγειακά και ο καρκίνος (έμφραγμα, εγκεφαλικό και καρκίνος πνεύμονα).
Το κάπνισμα παραμένει ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου στην Ελλάδα. Παρότι έχει μειωθεί στο 25% των ενηλίκων, αυξάνεται η χρήση των ηλεκτρονικών τσιγάρων. Η κατανάλωση αλκοόλ είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη και η παχυσαρκία στους ενήλικες είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, στους εφήβους η παχυσαρκία αυξάνεται ραγδαία, με το 28% των δεκαπεντάχρονων να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Οι κατά κεφαλήν δαπάνες υγείας το 2023 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) ήταν 2.191 ευρώ, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με τη δημόσια δαπάνη να φτάνει το 61%, τη δεύτερη χαμηλότερη στην Ε.Ε. Το υπόλοιπο αφορά ιδιωτικές δαπάνες, εκ των οποίων το 34% είναι άμεσες πληρωμές από την τσέπη των ασθενών, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (16%).
Οι θάνατοι που θα μπορούσαν να αποφευχθούν αυξήθηκαν κατά 42% κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Παρότι έπεσαν στους 166 ανά 100.000 πληθυσμού το 2022, παραμένουν πάνω από τα προ-πανδημίας επίπεδα.
Η θνησιμότητα από νόσους που μπορούν να αντιμετωπιστούν μειώθηκε την τελευταία δεκαετία και έπεσε κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το έμφραγμα, το εγκεφαλικό και οι καρκίνοι παχέως εντέρου και μαστού αποτελούν πάνω από τους μισούς πρόωρους θανάτους.
Το 21,9% των ασθενών που χρειάστηκαν περίθαλψη το 2024 δεν κατάφεραν να καλύψουν τις ανάγκες τους λόγω κόστους, αναμονής και απόστασης. Το ποσοστό αυτό είναι 6 φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από τον πληθυσμό που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, το 32,3% έχει ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας και παραίτησης λόγω αυτών των εμποδίων. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι 6%.
Αντίστοιχα, το 27% των ασθενών δεν μπορεί να καλύψει οδοντιατρικές δαπάνες, ενώ το 53% των οδοντιατρικών ασθενών αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες.
Συνολικά, ένα στα 10 νοικοκυριά (9,5%) βιώνει καταστροφικές δαπάνες υγείας, έναντι 6,4% του μέσου όρου της Ε.Ε. Η μεγαλύτερη καταστροφική δαπάνη για τα φτωχότερα νοικοκυριά προέρχεται από την ανάγκη για φάρμακα, η οποία αφορά τις μισές καταστροφικές δαπάνες υγείας στη χώρα.
Ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν κατά μέσο όρο το 10% του ΑΕΠ τους για δαπάνες υγείας, η Ελλάδα διαθέτει μόλις το 8,4%. Έτσι, η κατά κεφαλήν δαπάνη διαμορφώνεται στα 2191 ευρώ, ενώ στη Νορβηγία διατίθενται πάνω από 5.500 ευρώ (με πάνω από το 80% να καλύπτεται από το κράτος) και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά τα 3.800 ευρώ.
Από τα σχεδόν 2.200 ευρώ, το 43% αφορά νοσοκομειακή περίθαλψη και το 29,2% φάρμακα και ιατρικές συσκευές, ενώ η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη καταλαμβάνει το 21,4% της δαπάνης. Το υπόλοιπο ποσοστό αφορά πρόληψη και μακροχρόνια περίθαλψη, οι οποίες πρακτικά είναι σχεδόν ανύπαρκτες στη χώρα.
Η φαρμακευτική δαπάνη το 2023 ήταν 7,1 δις ευρώ, έναντι μέσου όρου 6,2 δις ευρώ στην Ε.Ε., με την κατά κεφαλήν δαπάνη να ξεπερνά τα 586 ευρώ έναντι 510 ευρώ στην Ε.Ε. Δεδομένου ότι η φαρμακευτική δαπάνη αποτελεί το 27% των δαπανών υγείας (διπλάσιο της Ε.Ε., 13%), αποτελεί ταυτόχρονα τη δεύτερη μεγαλύτερη στην Ε.Ε., με μόνο το μισό ποσό να καλύπτεται από την ιδιωτική ασφάλιση.
Σε ό,τι αφορά τα γενόσημα, αυτά αποτελούν το 34% του όγκου, παρότι διατηρούν υψηλό μερίδιο από πλευράς αξίας.
Η έκθεση καταλήγει επισημαίνοντας ότι ο τομέας υγείας της Ελλάδας λαμβάνει 1,5 δις ευρώ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, δηλαδή το 4,3% της συνολικής χρηματοδότησης της χώρας.
Επιπλέον, το Ταμείο Συνοχής της ΕΕ (2021-27) παρέχει στήριξη με 571 εκατ. ευρώ (το συγχρηματοδοτούμενο μερίδιο της ΕΕ) για προσβασιμότητα, υποδομές, εξοπλισμό, ενεργό γήρανση και ψηφιοποίηση.
Τέλος, ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο των προγραμμάτων EU4Health (2021-25), οι Έλληνες δικαιούχοι έλαβαν 33,1 εκατ. ευρώ μέσω κοινών δράσεων, επιχορηγήσεων δράσης και άμεσων επιχορηγήσεων. Το ποσό αυτό διατέθηκε κυρίως σε πρωτοβουλίες για τον καρκίνο (34%), σε ετοιμότητα για την αντιμετώπιση κρίσεων (30%) και σε ψηφιοποίηση (16%).