Αναζητείται «αλεξίπτωτο» μετά το Ταμείο Ανάκαμψης

Προϋπολογισμός: Προσγείωση στην πραγματικότητα μετά το Ταμείο Ανάκαμψης

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταθέσει τον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό (ΠΔΠ) την ερχόμενη εβδομάδα, βάσει του νέου νόμου για το δημόσιο λογιστικό, σκιαγραφώντας τους οικονομικούς στόχους της επόμενης τετραετίας. Στον ΠΔΠ θα αποτυπωθεί μια επιβράδυνση της ανάπτυξης, με πρόβλεψη για 1,7% το 2027 και ακόμη χαμηλότερα το 2028 και το 2029, σε αντίθεση με τον ρυθμό 2,4% που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2026, όπως παρουσιάστηκε στη Βουλή από τον υπουργό Κυριάκο Πιερρακάκη και τον υφυπουργό Θάνο Πετραλιά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο που κατατέθηκε στις Βρυξέλλες προέβλεπε ακόμη χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, 1,5% για το 2027, 1,3% για το 2028 και 0,4% για το 2029, ενώ ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται στο 1,3%.

Πηγές του οικονομικού επιτελείου τονίζουν ότι οι ρυθμοί αυτοί αναμένεται να ενισχυθούν από μελλοντικές παρεμβάσεις, όπως τα «πακέτα» της ΔΕΘ. Για το 2027, προβλέπεται δημοσιονομικός χώρος 800-900 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2028 και το 2029 διαμορφώνεται χώρος 300 εκατ. ευρώ για κάθε έτος, όπως ανέφερε ο κ. Πετραλιάς. Επιπλέον, μια καλύτερη απόδοση από την προβλεπόμενη στους προϋπολογισμούς μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον περιθώριο για παροχές, υπό την προϋπόθεση ότι προέρχεται από μόνιμα έσοδα ή χαμηλότερες δαπάνες. Τα στοιχεία της Eurostat θα επιβεβαιώνουν αυτές τις εκτιμήσεις κάθε Απρίλιο.

Ωστόσο, οι παροχές συμβάλλουν στην ανάπτυξη μόνο στον βαθμό που τονώνουν την κατανάλωση, η οποία ήδη αποτελεί σημαντικό μέρος του ΑΕΠ (71% έναντι 53% στην Ε.Ε.). Η αύξηση των επενδύσεων, ιδίως των παραγωγικών, είναι πιο κρίσιμη. Με το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, οι επενδύσεις αναμένεται να μειωθούν. «Επενδυτικές δαπάνες 7,192 δισ. ευρώ του 2026 δεν θα υπάρχουν το 2027», επισημαίνει πηγή του οικονομικού επιτελείου.

Η Ελλάδα αναζητά ένα «αλεξίπτωτο» για να αντιμετωπίσει την πιθανή «κατακρήμνιση» του ΑΕΠ, το λεγόμενο cliff effect, κατά τα έτη 2027 και 2028, μετά τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης.

Στη συνέχεια, το νέο ΕΣΠΑ θα συμβάλει στην ανάπτυξη, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές. Για να αντισταθμιστεί η απώλεια πόρων από το ΤΑΑ, θα πρέπει να αυξηθεί το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι ο δημοσιονομικός χώρος θα πρέπει να κατευθυνθεί τόσο σε επενδύσεις όσο και σε παροχές, μια δύσκολη απόφαση ενόψει των εκλογών του 2026 και του 2027.

Παράλληλα, η πλήρης απορρόφηση των 7,192 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης το 2026 είναι ένα σημαντικό στοίχημα. Αυτή η απορρόφηση είναι απαραίτητη για την πρόβλεψη του προϋπολογισμού για αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2% και ρυθμό ανάπτυξης 2,4%. Μετά την αναθεώρηση του προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης, ο στόχος θεωρείται πιο εφικτός, αλλά η αύξηση των δαπανών από 4,900 δισ. ευρώ φέτος σε 7,192 δισ. ευρώ το 2026, καθώς και του συνολικού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από 14,600 σε 16,692 δισ. ευρώ, παραμένει φιλόδοξη.

Οι προβλέψεις του ΠΔΠ για τις δαπάνες το 2027 και το 2028 είναι συντηρητικές, με ρυθμούς αύξησης 2,9% και 2,7% αντίστοιχα, μετά την αύξηση 5,7% φέτος. Αυτό συνάδει με τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και αφορά τις εθνικά χρηματοδοτούμενες πρωτογενείς δαπάνες, που δεσμεύονται από τα συμφωνηθέντα με την Κομισιόν όρια αύξησης.

Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα καθορίσουν και τη σύγκλιση της Ελλάδας με την Ε.Ε. Τα προηγούμενα χρόνια, υπήρξε κάποια σύγκλιση, με το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές να αυξάνεται κατά 13,6% την περίοδο 2019-2026, έναντι 7,6% στην Ευρωζώνη, και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 15,7%, έναντι 5,3% στην Ευρωζώνη. Αυτή η σύγκλιση οφείλεται στους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μετά την COVID. Εάν οι ρυθμοί επιβραδυνθούν στο 1,5%, η σύγκλιση θα καθυστερήσει. Οι επενδύσεις θα παίξουν καθοριστικό ρόλο, με την προβλεπόμενη αύξηση του 2026 να ανεβάζει τις επενδύσεις στο 17,7% του ΑΕΠ, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ε.Ε. (21%).

Ο ΠΔΠ προβλέπει επίσης μείωση του δημοσίου χρέους από 138,2% του ΑΕΠ στο 131,7% το 2027, 124,6% το 2028 και 119% το 2029.

Επιπλέον, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη μεγαλύτερη αύξηση βιομηχανικής παραγωγής στην Ε.Ε. τον Σεπτέμβριο, με 7,1%, έναντι μέσου όρου 2% στην Ε.Ε., σύμφωνα με τη Eurostat.

Η μεταποίηση δείχνει σημάδια αντοχής και βελτιώνει τη θέση της στην ελληνική οικονομία και στην Ευρώπη. Σε σύγκριση με το 2021, ο δείκτης παραγωγής είναι υψηλότερος, ενώ στην Ευρωζώνη είναι στα ίδια ή και χαμηλότερα επίπεδα.

Η ενίσχυση της μεταποίησης είναι απαραίτητη για τη διαφοροποίηση του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας προς ένα μοντέλο υψηλής τεχνολογίας, εξωστρέφειας και βελτιωμένων αμοιβών. Η παραγωγικότητα εργασίας είναι υψηλότερη στη μεταποίηση σε σύγκριση με την υπόλοιπη οικονομία, και η χαμηλή παραγωγικότητα είναι ένα από τα αδύνατα σημεία της ελληνικής οικονομίας. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε ότι ο κλάδος μπορεί να καταστεί κινητήριος μοχλός ανάπτυξης, απασχόλησης και τεχνολογικής αναβάθμισης.

Ωστόσο, η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να φτάσει η ελληνική μεταποίηση τις ευρωπαϊκές επιδόσεις είναι μεγάλη.

Ενδεικτικά στοιχεία:

• Η παραγωγικότητα είναι υψηλότερη από την υπόλοιπη οικονομία, αλλά χαμηλότερη σε σύγκριση με την Ευρώπη. Στο σύνολο της οικονομίας, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι στο 53,9% του μέσου όρου της Ε.Ε., ενώ στη μεταποίηση είναι στο 63,4%, 36,6% χαμηλότερα από την Ευρώπη.

• Η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ έχει φτάσει στο 9,1%, ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 15%.

• Η Ελλάδα κατέχει την 4η θέση από το τέλος, με χαμηλότερη συμμετοχή να έχουν μόνο η Κύπρος, η Μάλτα και το Λουξεμβούργο. Ο στόχος είναι η Ελλάδα να φτάσει στον μέσο όρο της Ε.Ε., στο 15%, ή τουλάχιστον στο 12% έως το 2030. Το 9,1% είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 2008.

• Η απασχόληση έχει αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας τα 418.000 άτομα το 2024 από 325.000 το 2013, αλλά είναι χαμηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα, όταν βρισκόταν στους 545.000 εργαζομένους.

• Οι εξαγωγές της βιομηχανίας υπερδιπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2016 και ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέβηκαν από 4,9% το 2009 στο 14,1% το 2023. Στη Βουλγαρία, οι εξαγωγές της μεταποίησης αγγίζουν το 40% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία το 30% του ΑΕΠ. Για το 2024 ο προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση εξαγωγών αγαθών κατά 0,8%.

Στο θέμα του ενεργειακού κόστους, η Ελλάδα έχει την τρίτη υψηλότερη δαπάνη για προϊόντα ενέργειας στη μεταποίηση στην Ε.Ε. (16,1% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας έναντι 5,3% μέσου όρου στην Ε.Ε.).