Παραγωγικότητα: Η «αχίλλειος πτέρνα» της Ευρώπης αποκαλύπτεται
Στη χθεσινή (24.11.2025) συνάντηση στο Βερολίνο, ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ, Κυριάκος Πιερρακάκης και ο Γερμανός ομόλογός του, Λαρς Κλίνγκπαϊλ, συζήτησαν για την ευρωπαϊκή Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας αναδείχθηκε ως το κλειδί.
Το θέμα της χαμηλής παραγωγικότητας στην ΕΕ είχε τεθεί με έμφαση στην τελευταία γενική συνέλευση του ΣΕΒ (7.10.2025). Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, υπογράμμισε ότι η αύξηση της παραγωγικότητας πρέπει να γίνει «εθνικός στόχος», καθώς «είναι ο μόνος δρόμος για ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία». Σημείωσε δε, ότι η παραγωγικότητα στην Ελλάδα φτάνει μόλις το 54% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Στη συνέλευση του ΣΕΒ, κεντρικός ομιλητής, μαζί με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ήταν ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank), Ιωακίμ Νάγκελ.
Ο Νάγκελ τόνισε ότι «η Ευρώπη πρέπει να γίνει πιο ανθεκτική και οι Ευρωπαίοι περισσότερο ανταγωνιστικοί. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ενοποίηση και περισσότερη Ευρώπη». Στις 21 Νοεμβρίου 2025, στο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Συνέδριο στη Φρανκφούρτη, ανέπτυξε περαιτέρω τις σκέψεις του, λέγοντας ότι «υπάρχουν αυξανόμενες ελλείψεις τόσο σε εργατικό δυναμικό όσο και σε κεφάλαιο διαθέσιμο για παραγωγικές επενδύσεις».
Επισήμανε ότι «δεδομένων αυτών των περιορισμένων πόρων, έχουμε μόνο έναν δρόμο: να αυξήσουμε την παραγωγικότητά μας», η οποία υστερεί δραματικά σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Αναλυτές τονίζουν ότι η υπεροχή της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ εξηγεί, ενδεχομένως, το «πάνω χέρι» της Ουάσιγκτον, ακόμη και στις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία.
Ο Νάγκελ έκανε μια αναδρομή, επισημαίνοντας: «Μεταξύ 1995 και 2024, η παραγωγικότητα της εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε κατά σχεδόν 61%. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίθετα, αυξήθηκε κατά λίγο πάνω από 39%. Αυτό δημιούργησε ένα χάσμα παραγωγικότητας περίπου 21 ποσοστιαίων μονάδων σε αυτά τα 30 χρόνια».
Πιο συγκεκριμένα, ανέλυσε τις εξελίξεις ανά υποπερίοδο: «Το 2019, η παραγωγικότητα στις ΗΠΑ ήταν μόλις 12 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από ό,τι στην Ευρώπη σε σύγκριση με το 1995. Πώς εξηγείται το τρέχον χάσμα παραγωγικότητας του 21%;» διερωτήθηκε, και απάντησε: «Οι καθοριστικοί παράγοντες ήταν η πανδημία COVID-19 και η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μέσα σε πέντε χρόνια, το χάσμα διευρύνθηκε κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες. Σχεδόν το ήμισυ του χάσματος που αναπτύχθηκε τα τελευταία 30 χρόνια συνέβη τα τελευταία πέντε χρόνια».
Κατά τον Νάγκελ, τέσσερις παράγοντες συνέβαλαν στην απόκλιση: μακροχρόνιες τάσεις και πρόσφατα σοκ.
Πρότεινε επίσης μέτρα πολιτικής, ξεκαθαρίζοντας ότι «το χάσμα δραστηριότητας στην Ευρώπη μπορεί να γεφυρωθεί μόνο μακροπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και την ανεπαρκή πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ενέργεια».
Επιπλέον, τόνισε την ανάγκη αξιοποίησης της επανάστασης της πληροφορικής, με κινητήρια δύναμη την τεχνητή νοημοσύνη, καθώς και την προώθηση της καινοτομίας και της ανάπτυξης σε επίπεδο εταιρειών.
Σύμφωνα με τον Νάγκελ, «μια σύγκριση του επιχειρηματικού τοπίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη αποκαλύπτει εντυπωσιακές διαφορές», με τις ΗΠΑ να ευδοκιμούν χάρη σε καινοτόμες νεοσύστατες επιχειρήσεις και μεγάλες, παραγωγικές εταιρείες που κυριαρχούν στις παγκόσμιες αγορές, ενώ στην Ευρώπη οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας.
Ο Νάγκελ πρότεινε την απλούστευση των συνθηκών για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ευρώπη, μέσω της εναρμόνισης των κανονισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της μείωσης της γραφειοκρατίας, καθώς και τη δημιουργία ενός προαιρετικού, πανευρωπαϊκού νομικού πλαισίου.
Επίσης, τόνισε την ανάγκη για επαρκή χρηματοδότηση, ολοκληρώνοντας γρήγορα την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων και παρέχοντας καλύτερη πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια, ιδίως για τις νεοσύστατες εταιρείες.
Κατέληξε ότι «συνολικά, σημαντικές πρωτοβουλίες έχουν ήδη ξεκινήσει σε επίπεδο ΕΕ. Ωστόσο, για να αξιοποιήσουμε πλήρως τις δυνατότητές τους, πρέπει να εφαρμόσουμε αυτές τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες γρήγορα και φιλόδοξα – και να ενισχύσουμε τον αντίκτυπό τους μέσω στοχευμένων μέτρων σε επίπεδο κρατών μελών».