Μισθοί δύο «ταχυτήτων» στην Ελλάδα – Το βαθύ χάσμα των μισθολογικών αποκλίσεων

Μισθοί στην Ελλάδα: Πόσο απέχουν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Οι μισθοί στην Ελλάδα εμφανίζουν μια σταδιακή άνοδο, όμως το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων εξακολουθεί να βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση. Η χώρα μας, δυστυχώς, παραμένει στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά την αγοραστική δύναμη, αν και η απόσταση από τον μέσο όρο της Ένωσης μειώνεται, έστω και αργά.

Η κυβέρνηση συχνά αναφέρεται στον φιλόδοξο στόχο της επίτευξης ενός μέσου μισθού της τάξεως των 1.500 ευρώ έως την άνοιξη του 2027. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι ο ρυθμός βελτίωσης των μισθολογικών αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα παραμένει απελπιστικά αργός.

Η πιθανότητα επίτευξης αυτού του στόχου φαντάζει υπαρκτή, αλλά δυστυχώς όχι για την πλειοψηφία των εργαζομένων, αλλά για μια μικρή μερίδα. Αυτό οφείλεται στο βαθύ χάσμα των μισθολογικών αποκλίσεων που παρατηρείται στην ελληνική αγορά εργασίας.

Από την ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, είναι σαφές ότι οι εργαζόμενοι σε μεγάλες εταιρείες απολαμβάνουν αισθητά υψηλότερες αμοιβές σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους που απασχολούνται σε μικρές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ΜμΕ αποτελούν περίπου το 95% του συνόλου των επιχειρήσεων, γεγονός που αποκαλύπτει τη βασική αιτία για το συνολικά χαμηλό επίπεδο μισθών στη χώρα.

Το μισθολογικό χάσμα που χωρίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τις μεγαλύτερες αγγίζει τα 500 ευρώ για τους άνδρες και τα 350 ευρώ για τις γυναίκες. Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός για τους άνδρες τον Μάιο στις μεγάλες επιχειρήσεις έφτασε τα 1.550,23 ευρώ και για τις γυναίκες τα 1.346,40 ευρώ (μεικτά). Αντίθετα, στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι μηνιαίες αποδοχές διαμορφώνονται στα 1.065,90 ευρώ για τους άνδρες και στα 993,76 ευρώ για τις γυναίκες.

Σε δυσμενέστερη θέση ως προς το βιοτικό επίπεδο βρίσκονται οι 681.747 μισθωτοί που εργάζονται με μερική απασχόληση. Ο μέσος μισθός τους ανέρχεται στα 579 ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ για το 2024, ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα υπολογίζεται στα 1.342 ευρώ μεικτά (1.049 ευρώ καθαρά). Προκύπτει ότι περίπου δύο στους τρεις εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα έχουν καθαρό μηνιαίο μισθό κάτω από 1.200 ευρώ μεικτά (956 ευρώ καθαρά). Για το 2025, ο μέσος μισθός εκτιμάται γύρω στα 1.400 ευρώ μεικτά.

Αυτά τα ποσά, αν και βελτιωμένα, δεν επαρκούν για αξιοπρεπή διαβίωση. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σταθμισμένο ως προς την αγοραστική δύναμη ανέρχεται στην Ελλάδα στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ενωσης, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία. Μεταξύ των 20 χωρών της ευρωζώνης, η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση.

Σε ό,τι αφορά το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι τρίτη από το τέλος στην ΕΕ, πάνω μόνο από την Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Στην Ελλάδα υπολογίζεται στις 12.436 μονάδες αγοραστικής δύναμης, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στις 21.245 μονάδες. Ακόμη και η Βουλγαρία και η Ρουμανία τοποθετούνται ψηλότερα από τη χώρα μας, με περίπου 13.000 μονάδες έκαστη.

Οι βασικές-πάγιες δαπάνες, όπως τα κόστη στέγασης, το σουπερμάρκετ, το κινητό τηλέφωνο και η φορολογία, αντιστοιχούν περίπου στα δύο τρίτα του μισθού: 59% για τα ζευγάρια και 66% για τους άγαμους. Εάν προστεθούν τα κόστη συντήρησης και χρήσης αυτοκινήτου, το ποσοστό φτάνει το 72% για τα ζευγάρια και το 78% για τους άγαμους.