Μακρονισμός: Κέντρο χωρίς ρίζες

Μακρόν: Η αποτυχία του «Κέντρου σε κίνηση» και το πολιτικό κενό

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Οταν ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε την προεδρική εκλογή του 2017, υποσχέθηκε να αναμορφώσει ριζικά τη γαλλική πολιτική ζωή. Το όραμά του βασίστηκε στην τολμηρή ιδέα να ξεπεραστεί ο παραδοσιακός διαχωρισμός Δεξιάς – Αριστεράς και να δημιουργηθεί ένα «Κέντρο σε κίνηση», ικανό να ενώσει τους φιλελεύθερους από κάθε πολιτικό χώρο απέναντι στον λαϊκισμό και τα άκρα. Ο μακρονισμός στόχευε σε μια εκσυγχρονιστική σύνθεση, μια υπέρβαση των παλαιών ιδεολογικών διαφορών προς όφελος μιας τεχνοκρατικής, ορθολογικής και φιλοευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

Όμως, οκτώ χρόνια μετά, το εγχείρημα αυτό φαίνεται να έχει αποτύχει. Όχι μόνο δεν εξαλείφθηκε ο διαχωρισμός Δεξιάς – Αριστεράς, αλλά έχει ανασυγκροτηθεί με ακόμη πιο έντονο και συγκρουσιακό τρόπο. Η γαλλική πολιτική σκηνή είναι σήμερα βαθιά πολωμένη ανάμεσα σε ένα φιλελεύθερο-κεντρώο μπλοκ με μειωμένη νομιμοποίηση, μια κατακερματισμένη και αποδυναμωμένη Αριστερά, και μια Ακροδεξιά που σταθερά κερδίζει έδαφος και επιδιώκει την εκλογική κανονικοποίηση.

Η Εθνοσυνέλευση που προέκυψε από τις βουλευτικές εκλογές του 2022 –και ακόμη περισσότερο αυτή του 2024– είναι βαθιά διχασμένη, δυσχεραίνοντας κάθε προσπάθεια σταθερής διακυβέρνησης. Η συχνή επίκληση της συνταγματικής διάταξης του 49.3 –ενός μηχανισμού ψήφισης νομοσχεδίων χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου–, η κοινοβουλευτική αδυναμία και η αίσθηση μιας δημοκρατίας «σε αναστολή» τροφοδοτούν μια κρυφή κρίση του πολιτεύματος.

Αντί να δημιουργήσει ένα ισχυρό Κέντρο, ο μακρονισμός άφησε ένα πολιτικό κενό, το οποίο αξιοποιούν τα άκρα.

Αντί να συμφιλιώσει τους Γάλλους με την πολιτική, ο μακρονισμός φαίνεται να έχει εντείνει τη δυσπιστία. Οι υποστηρικτές του θεωρούνται μια τεχνοκρατική ελίτ, αποκομμένη από τις κοινωνικές πραγματικότητες, ενώ οι αντίπαλοί του καταγγέλλουν έναν θεσμικό αυταρχισμό μεταμφιεσμένο σε μεταρρύθμιση.

Η δυσπιστία αυξάνεται και στην κοινωνία. Οι έρευνες γνώμης μετά το 2017 δείχνουν μια πρωτοφανή αποδοκιμασία του πολιτικού προσωπικού. Η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία ως σύστημα παραμένει ισχυρή στην πλειονότητα, αλλά η εμπιστοσύνη στους φορείς της και στην αποτελεσματικότητα των θεσμών υποχωρεί ή παραμένει εύθραυστη. Αυτό είναι το υπόβαθρο της «παράλυσης»: Οι πολίτες δεν απορρίπτουν τη δημοκρατία, αλλά τον τρόπο που λειτουργεί.

Γιατί απέτυχαν η προσπάθεια υπέρβασης Δεξιάς – Αριστεράς και το «διαφορετικό Κέντρο»; Πρώτον, λόγω της ασάφειας του προγράμματος: η ιδέα ενός πολιτικού Κέντρου που «επιλέγει τα καλύτερα» από την Αριστερά και τη Δεξιά ακούγεται συμφιλιωτική, καθώς προϋποθέτει συμβιβασμό και μετριοπάθεια. Όμως, στην πράξη, οδήγησε σε ασάφεια ταυτότητας, ειδικά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, όπου η διάκριση «Αριστερά – Δεξιά» γεννήθηκε μέσα στη Γαλλική Επανάσταση και αποτελεί θεμελιώδη άξονα της σύγχρονης πολιτικής.

Δεν πρόκειται απλώς για μια ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά για προϊόν του τρόπου οργάνωσης και νομιμοποίησης της πολιτικής μετά το 1789. Έτσι, στο μακρονικό Κέντρο, οι ψηφοφόροι της Αριστεράς βλέπουν κυριαρχία του οικονομικού φιλελευθερισμού, ενώ οι ψηφοφόροι της Δεξιάς βλέπουν έναν προοδευτισμό στα κοινωνικά ζητήματα που τους αποξενώνει. Το Κέντρο δημιούργησε περισσότερο μια αίσθηση πολιτικού κενού παρά ένα πολιτικό άθροισμα.

Δεύτερον, υπήρξε υπέρμετρη προσωποποίηση της εξουσίας χωρίς κομματική κοινωνική βάση. Αντί για σύγκλιση και διεύρυνση, προέκυψε αποξένωση, ειδικά με ένα ύφος διακυβέρνησης «από τα πάνω». Ο μακρονισμός δεν κατάφερε να εξελιχθεί σε ένα θεσμοθετημένο κόμμα με κοινωνική γείωση, αλλά παρέμεινε μια οργάνωση που περιστρέφεται γύρω από τον ηγέτη της. Η προσφυγή σε θεσμικά εργαλεία ταχείας λήψης αποφάσεων –όπως το 49.3– και οι σπασμωδικές κινήσεις κορυφής –όπως η αιφνιδιαστική διάλυση της Εθνοσυνέλευσης τον Ιούνιο του 2024– ενίσχυσαν την εντύπωση ενός αυτόνομου εκτελεστικού και αποδυνάμωσαν τη διαμεσολάβηση κομμάτων και κοινωνικών φορέων.

Αυτή η βραχυπρόθεσμη διαχείριση μέσω διαδικαστικών εργαλείων αντικατέστησε τη διαπραγμάτευση και την πειθώ, και η νομιμοποίηση μετακινήθηκε από την κοινωνία προς το προεδρικό μέγαρο. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα όπου ο κοινοβουλευτισμός επιστρέφει στο κέντρο του παιχνιδιού, αλλά χωρίς να μπορεί να δημιουργήσει σταθερές πλειοψηφίες. Αυτή είναι μια συνταγή θεσμικής κόπωσης και πολιτικής αδράνειας, που βαθαίνει το χάσμα αντιπροσώπευσης και δυσκολεύει τη δημιουργία σταθερών πλειοψηφιών.

Τέλος, υπήρξε μια τυπικά σωστή εκλογική στρατηγική, αλλά χωρίς τις απαραίτητες δημόσιες πολιτικές. Ο μακρονισμός παρουσιάστηκε ως η πιο αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην άνοδο του ακροδεξιού Rassemblement National, αλλά ούτε αυτή η υπόσχεση επαληθεύτηκε. Η Ακροδεξιά κέρδισε έδαφος, ακόμη και σε περιοχές όπου παλαιότερα υστερούσε, ενώ η μετατόπιση του προεδρικού χώρου προς τα δεξιά στη δεύτερη μακρονική θητεία έκοψε γέφυρες με την Κεντροαριστερά, χωρίς να αποσπάσει μόνιμη συναίνεση από τη συντηρητική βάση. Η ηθικολογική καταγγελία του RN χωρίς ουσιαστικά μέτρα για τους μισθούς, την κατοικία και τις κοινωνικές υπηρεσίες, αυξάνει τα παράπονα και οδηγεί στην έκφραση θυμού ενάντια στο σύστημα.

Ο μακρονισμός απέτυχε όχι επειδή η ιδέα της υπέρβασης είναι αδύνατη, αλλά επειδή δοκιμάστηκε ως ένα «Κέντρο χωρίς ρίζες», με ασθενή ταυτότητα, υπερσυγκεντρωτική διαχείριση και μια στρατηγική ανάσχεσης της Ακροδεξιάς που αποδείχθηκε ανεπαρκής. Το κενό εκπροσώπησης που άφησε πίσω του δεν μπορεί να καλυφθεί με επικοινωνία ή θεσμικά τεχνάσματα, αλλά απαιτεί έναν αναπροσανατολισμό που να συνδέει την ευρωπαϊκή φιλοδοξία με μια ευρεία κοινωνική βάση και μια δημοκρατία ικανή να πείθει πριν κυβερνήσει και να κυβερνά χωρίς να παραλύει. Αυτό το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, αλλά όλες τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες που αναζητούν ένα νέο κέντρο βάρους.