Eurostat: Η κρυφή ανεργία στην Ευρώπη – Πώς οι επίσημοι δείκτες θολώνουν την πραγματική εικόνα

Κρυφή ανεργία: Η «βόμβα» στην Ευρώπη που δεν βλέπουμε!

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Ο τρόπος που υπολογίζεται η ανεργία στην Ευρώπη φαίνεται να οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Όσοι δεν ψάχνουν ενεργά για δουλειά, όσοι υποαπασχολούνται ή δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι, δεν καταγράφονται στις επίσημες μετρήσεις.

Αυτό δημιουργεί ένα εργασιακό κενό στην αγορά, τη λεγόμενη κρυφή ανεργία. Το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος δεν γίνεται ορατό, ενώ εξελίσσεται απειλητικά.

Το 2025, η ανεργία – κρυφή και μη – στην ΕΕ φτάνει το 11,7%, ποσοστό πολύ υψηλότερο από το 5,8% της επίσημης ανεργίας. Παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες της Ένωσης.

Χαμηλά ποσοστά καταγράφονται σε Πολωνία, Σλοβενία και Μάλτα, ενώ στην κορυφή βρίσκεται η Τουρκία, ακολουθούμενη από Φινλανδία, Σουηδία και Ισπανία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 13,2% έναντι 8,9% της επίσημης ανεργίας.

Οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες οφείλονται σε τέσσερις βασικούς λόγους: μακροχρόνια υψηλή ανεργία που αποθαρρύνει τους εργαζομένους από το να ψάχνουν ενεργά για δουλειά, ανεπαρκή κοινωνικά συστήματα στήριξης, έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας και αναντιστοιχία δεξιοτήτων.

Ο ορισμός της ανεργίας θεωρείται περιοριστικός, καθώς αποκλείει πολλούς ανθρώπους που δεν εργάζονται. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025, στην Ευρώπη οι επίσημα άνεργοι ήταν 13,3 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 15 έως 74 ετών. Όμως, το νούμερο αυτό διπλασιάζεται (26,8 εκατομμύρια) εάν συμπεριλάβουμε τις τρεις βασικές ομάδες που εξαιρούνται και συνθέτουν την κρυφή ανεργία.

Δηλαδή, οι άνθρωποι που είναι διαθέσιμοι για εργασία χωρίς όμως να αναζητούν ενεργά απασχόληση, οι υποαπασχολούμενοι που δουλεύουν part time και όσοι αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι.

Στο σύνολο της ΕΕ, η εν λόγω υποαξιοποίηση εργατικού δυναμικού ή αλλιώς εργασιακό κενό διαμορφώθηκε στο 11,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με τη Eurostat. Το ποσοστό αυτό αναλύεται σε 5,8% επίσημη ανεργία, 2,6% διαθεσιμότητα για εργασία αλλά όχι ενεργή αναζήτηση, 2,4% υποαπασχόληση και 0,9% αναζήτηση εργασίας χωρίς άμεση διαθεσιμότητα.

Στις 33 ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (EFTA), η υποαξιοποίηση κυμαίνεται από 5,1% στην Πολωνία έως 25,8% στην Τουρκία, η οποία ξεχωρίζει ως ακραία περίπτωση. Το top-5 συμπληρώνουν οι δύο σκανδιναβικές χώρες, Φινλανδία (19,5%) και Σουηδία (18,8%), ακολουθούμενες από την Ισπανία (18,6%) και τη Βοσνία Ερζεγοβίνη (17,1%).

Η κρυφή ανεργία είναι επίσης υψηλή στη Γαλλία (15,4%) και στην Ιταλία (15%), ενώ στο Λουξεμβούργο φτάνει το 14,8%. Ακολουθούν οι χώρες που κυμαίνονται στο επίπεδο του 13%, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Ανάμεσα στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, η Γερμανία έχει το χαμηλότερο ποσοστό εργασιακού κενού (7,8%), το μοναδικό κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι άλλες τρεις – Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία – βρίσκονται στην ανώτερη κατηγορία με ποσοστά στο 15% ή υψηλότερα.

Το άθροισμα των τεσσάρων μεταβλητών που συνθέτουν το εργασιακό κενό ενδέχεται να διαφέρει ελαφρώς ανά χώρα στα δεδομένα της Eurostat λόγω στρογγυλοποιήσεων ή εποχικών προσαρμογών, αναφέρει το Euronews.

Μετά τους ανέργους, η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα που συμβάλλει στο εργασιακό κενό στην ΕΕ είναι όσοι είναι διαθέσιμοι για εργασία αλλά δεν αναζητούν ενεργά απασχόληση. Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα όπου το ποσοστό αυτής της ομάδας υπερβαίνει κατά πολύ το ποσοστό ανεργίας (8,6%) και φτάνει το 12,3%. Ακολουθούν η Ιταλία (6,6%) και η Σουηδία (4,4%). Στην Ισπανία, αντίθετα, το ποσοστό είναι μόλις 2,8%, παρότι καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ.

Στην ομάδα των υποαπασχολούμενων, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Ολλανδία (5,1%), τη Φινλανδία (4,8%) και την Ιρλανδία (4,7%). Επίσης, πάνω από 4% έχουν η Ελβετία, η Τουρκία και η Ισπανία.

Όπως εξηγεί η Dorothea Schmidt-Klau, επικεφαλής του τμήματος απασχόλησης στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO) στη Γενεύη, όταν η ανεργία κινείται σταθερά σε υψηλά επίπεδα, οι άνθρωποι αποθαρρύνονται και συχνά δεν εμπιστεύονται το σύστημα για να τους βοηθήσει να βρουν την κατάλληλη εργασία.

«Δεκαετίες υψηλής ανεργίας έχουν δημιουργήσει την αίσθηση ότι η αναζήτηση είναι μάταιη. Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι πιθανότητες να βρουν δουλειά είναι λίγες, συχνά σταματούν να ψάχνουν, ακόμη κι αν είναι πρόθυμοι και ικανοί να εργαστούν», προσθέτει η ίδια.

Σε αυτό έρχονται να προστεθούν ανεπαρκή συστήματα υποστήριξης, για παράδειγμα για τη φροντίδα της οικογένειας. «Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις διαφορές μεταξύ βόρειων και νότιων ευρωπαϊκών χωρών», λέει η Schmidt-Klau.

Ένας άλλος παράγοντας είναι η έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας που να ανταποκρίνονται στις φιλοδοξίες και τις ανάγκες των εργαζομένων. Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων παραμένει εμπόδιο ακόμα και για όσους επενδύουν στην εκπαίδευσή τους. «Ανακαλύπτουν πολύ αργά ότι οι δεξιότητές τους δεν ταιριάζουν με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και αυτός είναι ένας ισχυρός λόγος για να χάσουν την ελπίδα τους», καταλήγει η επικεφαλής απασχόλησης της ILO.