
Η Ιρλανδία στο μάτι του κυκλώνα: Τι σημαίνει η συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ;
H Ιρλανδία βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με μια νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ Ουάσινγκτον και Βρυξελλών, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική για την ιρλανδική οικονομία, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους αμερικανικούς κολοσσούς της τεχνολογίας, του φαρμάκου και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Αυτοί οι γίγαντες έχουν μετατρέψει την Ιρλανδία σε μια στρατηγική βάση για τις δραστηριότητές τους στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Η συμφωνία αυτή, η οποία προβλέπει την επιβολή δασμών 15% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές προς τις ΗΠΑ, αναμένεται να επιβαρύνει σημαντικά αμερικανικές φαρμακευτικές εταιρείες όπως οι Pfizer, Eli Lilly και Johnson & Johnson, καθώς και τεχνολογικούς κολοσσούς όπως οι Apple, Google και Meta. «Επί δεκαετίες, η ιρλανδική κυβέρνηση συσσωρεύει πλεονάσματα χάρη στη δραστηριοποίηση αυτών των πολυεθνικών στη χώρα», τονίζει η «Les Echos».
Ενώ η γαλλική εφημερίδα δεν αναμένει ότι αυτές οι εταιρείες θα εγκαταλείψουν εντελώς την Ιρλανδία, η νέα πραγματικότητα εγείρει ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της χώρας ως προνομιακού προορισμού για αμερικανικές επενδύσεις. Η Ιρλανδία προσφέρει μοναδικά πλεονεκτήματα: μια αγγλόφωνη χώρα με ανεπτυγμένες υποδομές, μια εργασιακή κουλτούρα παρόμοια με την αμερικανική και ένα εξαιρετικά φιλικό φορολογικό καθεστώς με συντελεστή 12,5%, τον οποίο οι Ιρλανδοί υπερασπίστηκαν σθεναρά, ακόμη και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Σημαντικό είναι ότι ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις στις ΗΠΑ είναι 21%, πράγμα που σημαίνει ότι οι κολοσσοί που έχουν δημιουργήσει θυγατρικές στην Ιρλανδία απολαμβάνουν σημαντικά φορολογικά οφέλη μεταφέροντας τα κέρδη τους από άλλες χώρες στην Ιρλανδία με διάφορα τεχνάσματα.
Παρά το γεγονός ότι το μνημόνιο για την Ιρλανδία έχει παρέλθει εδώ και μια δεκαετία, η οικονομία της χώρας παραμένει στενά συνδεδεμένη με τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Ιρλανδίας (CSO), το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους οι ιρλανδικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 63,6% φτάνοντας τα 88,4 δισ. ευρώ, με το 68% αυτών να κατευθύνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακολουθούν η Ολλανδία (4,4%) και η Βρετανία (3,4%).
Ο ιρλανδός υπουργός Εξωτερικών Νίαλ Ρίτσμοντ σχολίασε ότι «δεν γιορτάζουμε ακριβώς» μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας, τονίζοντας ότι ένας ενιαίος συντελεστής 15% είναι «μικρότερο κακό» από τον συντελεστή 30% που απειλούσε να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, οι προοπτικές δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για την ιρλανδική οικονομία, την οποία κάποιοι αποκαλούν σκωπτικά «την 51η Πολιτεία των ΗΠΑ».
Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επεκτείνει την επιρροή τους πέρα από τα επίσημα σύνορά τους, και ο Καναδάς θα μπορούσε να γίνει η «52η Πολιτεία» σύμφωνα με κάποιες απόψεις. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν ο Καναδάς είναι τόσο εξαρτημένος από την αμερικανική αγορά όσο η Ιρλανδία, οι εξαγωγές της οποίας προς τις ΗΠΑ έφτασαν το 2024 στο ρεκόρ των 72 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας το ήμισυ των εξαγωγών της σε χώρες εκτός Ευρώπης, σύμφωνα με την Eurostat.
Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές της Ιρλανδίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκαν ελαφρώς στα 21 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα ένα ιστορικό εμπορικό πλεόνασμα 50 δισ. ευρώ για την Ιρλανδία με τις ΗΠΑ, το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά τη Γερμανία. Αυτό είναι ένα γεγονός που, όπως είναι γνωστό, ενοχλεί τον αμερικανό πρόεδρο.
Ο καθηγητής επιχειρηματικών σπουδών στο Trinity College του Δουβλίνου, Λούις Μπρέναν, σημειώνει ότι οι δασμοί που ανακοινώθηκαν, ακόμη και αν είναι χαμηλότεροι από το 200% που αρχικά οραματιζόταν ο ένοικος του Λευκού Οίκου, ενδέχεται να αποθαρρύνουν τις αμερικανικές εταιρείες από το να δημιουργήσουν νέα εργοστάσια στην Ιρλανδία.
Ως αποτέλεσμα αυτής της ανησυχίας, ο ιρλανδός οικονομολόγος προβλέπει συρρίκνωση του ιρλανδικού ΑΕΠ κατά 1% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, σε αντίθεση με την εντυπωσιακή αύξηση 7,4% που σημειώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2024. Αυτά τα απογοητευτικά στοιχεία ανακοινώθηκαν από την CSO.
Τα φαρμακευτικά προϊόντα αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των ιρλανδικών εξαγωγών, φτάνοντας σε αξία τα 100 δισ. ευρώ το 2024, με περίπου το 40% αυτών να κατευθύνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, ο φαρμακευτικός κλάδος απασχολεί περίπου 50.000 εργαζομένους στην Ιρλανδία.
Πολλές μεγάλες αμερικανικές φαρμακευτικές εταιρείες φροντίζουν να κατοχυρώνουν ευρεσιτεχνίες στην Ιρλανδία, μια πρακτική που ωφελεί τόσο τις εταιρείες όσο και την κυβέρνηση του Δουβλίνου, καθώς ενισχύει τα φορολογικά έσοδα. Παρόμοια στρατηγική ακολουθούν και οι τεχνολογικοί γίγαντες, μεταφέροντας δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ιρλανδία για φορολογικούς λόγους.
«Οι νέοι φόροι και δασμοί που επιβάλλονται παγκοσμίως θα κάνουν το εμπόριο πιο ακριβό και πιο δύσκολο», παραδέχθηκε ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Μάικλ Μάρτιν.
Πηγή: OT
Ρεπορτάζ: Αλέξανδρος Καψύλης