Κύμα πτωχεύσεων στη Γερμανία

Γερμανία: «Θύελλα» πτωχεύσεων – Ποιες επιχειρήσεις κινδυνεύουν περισσότερο;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Συναγερμός έχει σημάνει στη Γερμανία λόγω της αύξησης των πτωχεύσεων στις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το Reuters, ο επικεφαλής αναλυτής του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (DIHK), Φόλκερ Τράιερ, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι "η θύελλα των πτωχεύσεων συνεχίζεται", τονίζοντας πως "ιδιαίτερα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα".

Ερευνα του DIHK αποκαλύπτει ότι σχεδόν μία στις τρεις επιχειρήσεις με λιγότερους από 20 εργαζομένους ανησυχεί για την οικονομική της κατάσταση. Αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούν περίπου το 85% του συνόλου των επιχειρήσεων στη Γερμανία. Η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε στις 12 Δεκεμβρίου 2025, ότι μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου τα γερμανικά δικαστήρια είχαν καταγράψει 18.125 αιτήσεις πτώχευσης, σχεδόν 12% περισσότερες από την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Αυτό καθιστά τον αριθμό των πτωχεύσεων το 2025 τον υψηλότερο των τελευταίων έντεκα ετών.

Ο καθηγητής Στέφεν Μίλερ, επικεφαλής της έρευνας πτώχευσης στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Leibniz Halle (IWH), επιβεβαιώνει ότι οι μικρές επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτες. Όπως δήλωσε στην DW, οι πτωχεύσεις συμβαίνουν "σε μεγάλο βαθμό στον τομέα των μικρών επιχειρήσεων", με τον μέσο όρο να είναι 10 άτομα ανά επιχείρηση, αλλά οι περισσότερες να είναι ακόμη μικρότερες.

Ανησυχητική είναι και η αύξηση των προσωπικών πτωχεύσεων στη Γερμανία. Στους πρώτους τρεις μήνες του 2025, καταγράφηκαν 57.824 πτωχεύσεις καταναλωτών, σημειώνοντας αύξηση άνω του 8% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Η αύξηση των πτωχεύσεων σε ατομικές και κεφαλαιουχικές εταιρείες έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας που χάνονται ή βρίσκονται σε κίνδυνο. Το IWH εκτιμά ότι το 2025 θα χαθούν περίπου 170.000 θέσεις εργασίας, αριθμός σημαντικά υψηλότερος από τις 100.000 πριν από την πανδημία COVID-19.

Ωστόσο, ο Κλάους Χάινερ Ρελ, οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας (IW), προειδοποιεί να μην υπερεκτιμηθούν οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Όπως αναφέρει στην DW, "οι πτωχεύσεις συμβάλλουν σε μια ελαφρά αύξηση της ανεργίας, αλλά η εξέλιξη δεν είναι δραματική".

Αντίθετη είναι η άποψη του Στέφεν Μίλερ, ο οποίος υπολογίζει ότι το 2025 "περίπου 200.000 θέσεις εργασίας θα επηρεαστούν – και αυτό το νούμερο είναι αρκετά υψηλό. Πριν από την πανδημία ήταν περίπου το μισό". Επισημαίνει, ωστόσο, ότι πολλές θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν αλλού, καθιστώντας τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας "γενικά διαχειρίσιμες".

Ο Στέφεν Μίλερ δηλώνει ότι η αύξηση των πτωχεύσεων ήταν αναμενόμενη, εκπλήσσει όμως το μέγεθός της. Αντίθετα, ο Κλάους Χάινερ Ρελ δεν εξεπλάγη, καθώς θεωρεί ότι η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη, δεδομένης της αδύναμης οικονομίας.

Οι λόγοι για τις πολλές πτωχεύσεις, σύμφωνα με τον Ρελ, συνδέονται με την αδύναμη οικονομία των τελευταίων τριών ετών, τις τιμές ενέργειας, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Δυσκολία υπάρχει στον ποσοτικό προσδιορισμό της συνεισφοράς της πολιτικής, των καθυστερημένων μεταρρυθμίσεων και των επιχειρήσεων με καθυστερημένες προσαρμογές.

Ο Στέφεν Μίλερ τονίζει ότι οι λόγοι για την πτώχευση είναι "πάντα πολύ ατομικοί", όπως λανθασμένη επιλογή προϊόντων, συγκρούσεις μεταξύ διεύθυνσης και προσωπικού, ή διαφορές με μετόχους. Οι ατομικές αδυναμίες και τα λάθη οδηγούν γρηγορότερα σε πτώχευση όταν συνδυάζονται με υψηλότερα κόστη, δομικές αλλαγές, γεωπολιτικές αβεβαιότητες και δασμούς.

Η Ενωση των Διαχειριστών Πτωχεύσεων και Διαχειριστών της Γερμανίας (VID) εκτιμά ότι η κατάσταση επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα μετά τα φαινόμενα επαναφοράς από την πανδημία και την αύξηση των πτωχεύσεων. Ο επικεφαλής του VID, Κρίστοφ Νίρινγκ, δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων dpa ότι αυτό "δεν αποτελεί στροφή της τάσης, αλλά μάλλον φως στο τέλος του τούνελ".

Ενα φως ελπίδας βλέπει και ο Κλάους Χάινερ Ρελ, εκτιμώντας ότι εάν η οικονομία αναπτυχθεί κατά 1% την επόμενη χρονιά, το φαινόμενο των πτωχεύσεων θα μπορούσε να χαλαρώσει. Ωστόσο, επισημαίνει ότι δομικά προβλήματα, όπως οι δασμοί των ΗΠΑ, ο ανταγωνισμός από την Κίνα και το κόστος ενέργειας παραμένουν.