Μισθωτοί και συνταξιούχοι πληρώνουν τον πληθωρισμό - Γεμίζει το δημόσιο ταμείο

Φόρος "Σιωπηλός": Πώς ο Πληθωρισμός Άλλαξε τα Φορολογικά σας Δεδομένα

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 10 λεπτά ανάγνωση

Η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας κατά τη διάρκεια της περιόδου 2022-2023, όταν ο πληθωρισμός αύξανε τις τιμές, λειτούργησε σαν ένας «σιωπηλός» φόρος, αυξάνοντας αισθητά την φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, σύμφωνα με νέα μελέτη της Eurobank.

Το φαινόμενο της «ολίσθησης κλιμακίου», όπου οι φορολογούμενοι μετακινούνται σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια λόγω των ονομαστικών αυξήσεων εισοδήματος που προκαλούνται από τον πληθωρισμό, επιβάρυνε κυρίως τους μισθωτούς και συνταξιούχους. Ταυτόχρονα, ενίσχυσε τα έσοδα του κράτους.

Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι το 37% της συνολικής αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες μεταξύ 2021 και 2023 οφείλεται στην μη τιμαριθμοποίηση. Εάν η κλίμακα είχε προσαρμοστεί πλήρως στον πληθωρισμό, τα φορολογικά έσοδα από τις συγκεκριμένες κατηγορίες θα ήταν 9,2% χαμηλότερα το 2023. Θα διατηρούταν, ωστόσο, το πρωτογενές πλεόνασμα άνω του στόχου του 2% του ΑΕΠ. Υπάρχουν και σενάρια μερικής προσαρμογής, όπως το πορτογαλικό, τα οποία θα μείωναν στο μισό την απώλεια εσόδων, προσφέροντας μία μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ της ανακούφισης των φορολογουμένων και της διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Η ίδια μελέτη εντοπίζει μεγάλες διαφορές στις επιπτώσεις ανάλογα με την πηγή εισοδήματος. Για τους μισθωτούς και συνταξιούχους, σχεδόν η μισή (47%) αύξηση του φόρου μεταξύ 2021 και 2023 προήλθε από τη μη τιμαριθμοποίηση, ενώ στους ελεύθερους επαγγελματίες το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 16%. Τα μεσαία και ανώτερα μεσαία στρώματα των μισθωτών υπέστησαν τη μεγαλύτερη αναλογικά επιβάρυνση, ενώ το χαμηλότερο 40% δεν θα είχε κανένα όφελος από την τιμαριθμοποίηση, εφόσον δεν καταβάλλει ήδη φόρο.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για μισθωτούς και συνταξιούχους. Η Eurobank υπολογίζει πως η ελάφρυνση αυτή αντισταθμίζει πλήρως την επιβάρυνση που προκάλεσε η μη τιμαριθμοποίηση στους μισθούς, όμως με διαφορετικές αναδιανεμητικές συνέπειες: τα μεσαία στρώματα θα ωφελούνταν περισσότερο εάν είχε επιλεγεί η τιμαριθμοποίηση αντί της κατάργησης.

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η μελέτη δείχνει ότι η χώρα μας βρίσκεται στο μέσο όρο όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση του μέσου άγαμου μισθωτού, αλλά σε χειρότερη θέση για ένα έγγαμο ζευγάρι με δύο παιδιά, καθώς οι παροχές και οι εκπτώσεις είναι μικρότερες. Επιπλέον, το όριο εισοδήματος για την εφαρμογή του ανώτατου φορολογικού συντελεστή είναι το χαμηλότερο μεταξύ αυτών των χωρών.

Ως λύση, η Eurobank εισηγείται τη θέσπιση ενός μόνιμου, αλλά ευέλικτου πλαισίου τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας, είτε καθολικά, είτε στοχευμένα, ώστε να αντιμετωπιστεί η ολίσθηση κλιμακίου. Εναλλακτικά, προτείνει παρεμβάσεις όπως η μείωση συντελεστών ή η ενίσχυση εκπτώσεων για συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων. Θεωρεί, σε κάθε περίπτωση, πως οι παρεμβάσεις στην άμεση φορολογία είναι πιο συμβατές με τους στόχους της ελληνικής οικονομίας από τις αλλαγές στην έμμεση φορολογία, καθώς μπορούν να ενισχύσουν τη μισθωτή εργασία, την αποταμίευση και την προσέλκυση εργατικού δυναμικού υψηλής παραγωγικότητας.

Συγγραφείς της μελέτης με τίτλο «Πληθωρισμός και Φορολογική Επιβάρυνση των Νοικοκυριών» είναι οι Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος, Δρ. Θεόδωρος Ράπανος, Ερευνητής Οικονομολόγος και Δρ. Θεόδωρος Σταματίου, Ανώτερος Οικονομολόγος.

Στην Ελλάδα, η μεγάλη πλειοψηφία του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων (σχεδόν το 70% το 2023) προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις. Η επιχειρηματική δραστηριότητα ακολουθεί σε μεγάλη απόσταση (9%). Συνολικά, για κάθε 5 ευρώ εισοδήματος που δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα, τα 4 από αυτά υπάγονται στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των μισθωτών, η οποία είναι έντονα προοδευτική: Καθώς τα εισοδήματα των φορολογούμενων αυξάνονται και υπερβαίνουν ορισμένα κατώφλια, φορολογούνται με ολοένα υψηλότερους συντελεστές.

Ένα παράπλευρο αποτέλεσμα των προοδευτικών συστημάτων είναι η λεγόμενη «ολίσθηση κλιμακίου», δηλαδή η αυτόματη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών, η οποία γίνεται εντονότερη σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, στο βαθμό που η φορολογική κλίμακα δεν τιμαριθμοποιείται. Οι αυξήσεις στα ονομαστικά εισοδήματα που μπορεί απλώς να αντισταθμίζουν μέρος της απώλειας της αγοραστικής τους δύναμης λόγω της αύξησης του επιπέδου των τιμών, ενδέχεται να οδηγήσουν τους φορολογούμενους σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια, αυξάνοντας δυσανάλογα το φόρο που πληρώνουν, ακόμα και αν το πραγματικό τους εισόδημα έχει μειωθεί. Ακόμα και νοικοκυριά με αμετάβλητες ονομαστικές αποδοχές επηρεάζονται από την ολίσθηση κλιμακίου, καθώς η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται, αλλά ο φόρος που τους καταλογίζεται παραμένει ο ίδιος. Επομένως, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας αποτελεί μια μορφή πληθωριστικού φόρου η οποία ενισχύει τα φορολογικά έσοδα του Κράτους, ενώ παράλληλα μειώνει τη συνολική ζήτηση, συγκρατώντας τις πληθωριστικές πιέσεις.

Η έκθεση της Eurobank αναλύει τις συνέπειες των έντονων πληθωριστικών διαταραχών της περιόδου 2022–23 στη φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, εξετάζονται τρία σενάρια τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας (πλήρης προσαρμογή βάσει του πληθωρισμού, μερική προσαρμογή βάσει του πυρήνα του πληθωρισμού, ηπιότερη μερική προσαρμογή βάσει του παραδείγματος της Πορτογαλίας) και εστιάζει σε τέσσερις τομείς: Πρώτον, υπολογίζεται ποσοτικά η συμβολή της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας στην καταγραφείσα αύξηση των φορολογικών εσόδων και εκτιμάται η επίδραση που θα είχε επιφέρει μια τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας στα μεγέθη του προϋπολογισμού του 2023. Δεύτερον, εξετάζεται πώς επηρεάστηκαν τα διαθέσιμα εισοδήματα των δύο βασικών κατηγοριών επαγγελματιών (μισθωτοί/συνταξιούχοι και ελεύθεροι επαγγελματίες / ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων) από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας. Τρίτον, αναλύεται πώς διαφοροποιούνται οι επιπτώσεις της ανά εισοδηματικό κλιμάκιο. Τέταρτον, συγκρίνεται η φορολογική επιβάρυνση αντιπροσωπευτικών εισοδημάτων στην Ελλάδα με την αντίστοιχη σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

Χρησιμοποιώντας στοιχεία της ΑΑΔΕ, η Eurobank υπολογίζει ότι η φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα αυξήθηκε από το 9,9% το 2021 στο 11,1% το 2023. Το 37% της αύξησης αυτής προήλθε από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας. Εάν η κλίμακα είχε τιμαριθμοποιηθεί πλήρως, τα φορολογικά έσοδα για το 2023 θα ήταν κατά 9,2% χαμηλότερα, υποθέτοντας ότι η συμπεριφορά των νοικοκυριών θα παρέμενε αμετάβλητη. Δεδομένης της σωρευτικής επίδρασης του πληθωρισμού, το ποσοστό αυτό αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερο το 2024.

Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, η μείωση των οριακών φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και σε μείωση της αδήλωτης εργασίας και της φοροδιαφυγής, προκαλώντας δευτερογενείς επιδράσεις που αντισταθμίζουν μέρος της απώλειας των εσόδων λόγω της τιμαριθμοποίησης της κλίμακας. Ακόμη και υπό πλήρη τιμαριθμοποίηση, η απώλεια εσόδων φθάνει τα €0,81 δισ. το 2023 και σχεδόν €1 δισ. το 2025 (περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), ωστόσο το πρωτογενές πλεόνασμα δεν υποχωρεί κάτω από το όριο του 2,0% του ΑΕΠ. Με μερική προσαρμογή της κλίμακας ανάλογη με αυτή της Πορτογαλίας, η απώλεια περιορίζεται σε περίπου €0,5 δισ. για το 2023 και €0,60 δισ. για το 2025, δηλαδή 0,22% και 0,20% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Μια στοχαστική ανάλυση Monte Carlo επιβεβαιώνει ότι το εύρος της απώλειας παραμένει διαχειρίσιμο, με το πρωτογενές αποτέλεσμα να κυμαίνεται μεταξύ 2,13% και 2,23% του ΑΕΠ.

Η επίπτωση της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας διαφοροποιείται ανάλογα με την πηγή προέλευσης των εισοδημάτων: ευθύνεται για σχεδόν τη μισή (47%) αύξηση του φόρου στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις μεταξύ 2021 και 2023, αλλά μόλις για το 16% της αύξησης του φόρου στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.) για τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εκ της οποίας μόνο η 0,1 π.μ. προήλθε από τη μη τιμαριθμοποίηση της κλίμακας. Για τα εισοδήματα από μισθούς, η επίδραση της μη τιμαριθμοποίησης όχι μόνο εξηγεί καθ’ ολοκληρία την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 0,9 π.μ., αλλά την υπερβαίνει: Αν δηλαδή η φορολογική κλίμακα είχε τιμαριθμοποιηθεί πλήρως, η φορολογική επιβάρυνσή τους θα είχε μειωθεί οριακά.

Η μη τιμαριθμοποίηση της κλίμακας πλήττει αναλογικά εντονότερα τα μεσαία και ανώτερα μεσαία στρώματα των μισθωτών. Ο μέσος φόρος των εισοδημάτων από μισθούς όσων βρίσκονται μεταξύ του 40% και του 70% στην σχετική εισοδηματική κατανομή θα ήταν μειωμένος από 19% έως 32% αν η κλίμακα είχε τιμαριθμοποιηθεί πλήρως και από 11% έως 22% αν είχε τιμαριθμοποιηθεί μερικώς βάσει του πορτογαλικού παραδείγματος. Για τα χαμηλότερα στρώματα δεν θα υπήρχε κάποιο όφελος από την τιμαριθμοποίηση, ενώ για τα υψηλότερα το όφελος θα ήταν μικρότερο από 12%.

Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από μισθούς το 2023 λόγω της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας αντισταθμίζεται πλήρως από την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις τους μεταξύ των μισθωτών διαφέρουν σημαντικά: Εξαιρουμένου του χαμηλότερου 40% που δεν θα επηρεάζονταν καθόλου, όλοι οι υπόλοιποι φορολογούμενοι με μισθούς πέραν του πλουσιότερου 10% θα πλήρωναν χαμηλότερο φόρο αν αντί της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης η φορολογική κλίμακα είχε τιμαριθμοποιηθεί πλήρως.

Σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, για έναν άγαμο μισθωτό, η Ελλάδα βρίσκεται στο διάμεσο, με το ποσοστό του μισθού που κατευθύνεται σε φόρους να βρίσκεται στο 14,1% για τον μέσο και στο 11,0% τον διάμεσο μισθωτό. Η σχετική θέση της Ελλάδας επιδεινώνεται στην περίπτωση ενός έγγαμου ζευγαριού μισθωτών με δύο παιδιά, καθώς οι σχετικές παροχές και εκπτώσεις είναι μικρότερες συγκριτικά με τις άλλες χώρες. Το όριο εφαρμογής του ανώτατου φορολογικού συντελεστή είναι το χαμηλότερο μεταξύ όλων των εν λόγω χωρών.

Το ελληνικό οικονομικό υπόδειγμα χαρακτηρίζεται από την υψηλότερη στην ΕΕ27 εξάρτηση του ΑΕΠ από την ιδιωτική κατανάλωση (στο 69% το 2024), χαμηλή αποταμίευση και επενδύσεις, μικρή συμμετοχή στο επίσημο εργατικό δυναμικό, φοροδιαφυγή και χαμηλή παραγωγικότητα. Συνεπώς, το φορολογικό σύστημα πρέπει να ενθαρρύνει την αύξηση της αποταμίευσης, να διευκολύνει την προσέλκυση φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και να παρέχει κίνητρα για εργασία σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, αποθαρρύνοντας την αδήλωτη εργασία. Η συστηματική μετατόπιση φορολογουμένων σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια λόγω πληθωριστικών αυξήσεων στα ονομαστικά εισοδήματα, χωρίς αντίστοιχη αναπροσαρμογή των ορίων τους, μπορεί να υπονομεύσει τη διαφάνεια, την ουδετερότητα και τη δικαιοσύνη του φορολογικού συστήματος.

Η παροχή κινήτρων προς τη μισθωτή εργασία, θα μπορούσε να συνεισφέρει στην επίτευξη των παραπάνω στόχων, λιγότερο για κάποιους, περισσότερο για ορισμένους από αυτούς. Στις προτεινόμενες παρεμβάσεις περιλαμβάνεται η θέσπιση ενός αυτόματου μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των ορίων των κλιμακίων, η στοχευμένη τιμαριθμοποίηση μόνο συγκεκριμένων στοιχείων της φορολογικής κλίμακας, καθώς και η θεσμοθέτηση ενός ευέλικτου, προβλεπτικού αλλά σταθερού θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα αξιολογεί την αναγκαιότητα και το εύρος της τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.

Η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας αποτελεί μία δομική λύση, η οποία αντιμετωπίζει τα αίτια που προκαλούν το πρόβλημα της ολίσθησης κλιμακίου. Άλλες λύσεις όπως η επιλεκτική μείωση φορολογικών συντελεστών και η ενίσχυση των φορολογικών εκπτώσεων βάσει συγκεκριμένων οικονομικών, κοινωνικών ή/και επαγγελματικών χαρακτηριστικών αποτελούν εναλλακτικές οι οποίες, αν εφαρμοστούν σωστά, είναι σε θέση να συμβάλουν στην επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων πολιτικής. Οι παρεμβάσεις στην άμεση φορολογία είναι προτιμητέες έναντι των παρεμβάσεων στην έμμεση φορολογία, διότι είναι πιο συμβατές με το επιδιωκόμενο παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας και την ευθυγράμμιση των κινήτρων προς αυτή την κατεύθυνση.