ΟΟΣΑ: Στο 40,7% η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα σε βάρος των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων

Φορολογική «πρωτιά» της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ: Οι φόροι που «γονατίζουν» τους πολίτες

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών-μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) με την υψηλότερη έμμεση φορολογία, με σημαντική απόκλιση από τον μέσο όρο. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αυξημένες εισπράξεις από τον ΦΠΑ, εν μέρει λόγω της ακρίβειας, και στους υψηλούς Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης (ΕΦΚ), όπως στα καύσιμα. Αυτή η κατάσταση, ενώ ενισχύει τα κρατικά ταμεία, επηρεάζει δυσανάλογα τα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα.

Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του ΟΟΣΑ σχετικά με τη φορολόγηση στις χώρες-μέλη, περίπου το ήμισυ των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα προέρχεται από τη φορολογία στην κατανάλωση. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές εισφορές κινούνται σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες του Οργανισμού, επιβαρύνοντας σημαντικά το κόστος εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι μία από τις οκτώ χώρες του ΟΟΣΑ όπου οι εισφορές των εργαζομένων αποφέρουν περισσότερα έσοδα στο κράτος από τις εισφορές των εργοδοτών.

Από τα στοιχεία της έκθεσης του ΟΟΣΑ προκύπτουν τα εξής:

*Το 2024, τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας ανήλθαν στο 39,8% του ΑΕΠ, σημειώνοντας αύξηση από το 38,9% το 2023 και υπερβαίνοντας κατά πολύ τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 34,1%. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα κατατάσσεται στη 10η θέση ως προς το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης.

*Η Ελλάδα εμφανίζει μεγάλη εξάρτηση από τον ΦΠΑ και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, καθώς αντλεί περίπου το 40,7% των συνολικών φορολογικών της εσόδων από αυτές τις δύο πηγές (22,5% από ΦΠΑ και 18,2% από Ε.Φ.Κ.). Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ για τους φόρους κατανάλωσης είναι 31,3%. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η θέση μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από την έμμεση φορολογία.

*Οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, καθώς αντιστοιχούν στο 28,8% των φορολογικών εσόδων, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 25,5%. Αυτό συνεπάγεται βαρύτερο κόστος εργασίας και μεγαλύτερη πίεση σε εργοδότες και εργαζόμενους.

*Αντίθετα, ο φόρος εισοδήματος είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, καθώς αντιστοιχεί στο 15,5% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Αυτό υποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν βασίζεται τόσο στον άμεσο φόρο εισοδήματος όσο άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 23,7%, ενώ ενδεικτικά στη Δανία φτάνει το 57,2% και στη Σουηδία το 26,9%.

*Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών των οποίων τα φορολογικά έσοδα υπερβαίνουν το 38% του ΑΕΠ, υπερτερώντας χωρών όπως η Γερμανία (38%), η Ισπανία (36,7%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (34,4%).

*Παρατηρείται μεγάλη εξάρτηση των εσόδων από μισθωτούς και συνταξιούχους. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από μισθωτούς και συνταξιούχους, ενώ τα έσοδα από ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους είναι αναλογικά χαμηλότερα σε σχέση με άλλες χώρες.

*Η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες αυξήσεις φόρων διαχρονικά στον ΟΟΣΑ. Από το 2010 έως το 2024, η Ελλάδα παρουσίασε αύξηση 7,4 ποσοστιαίων μονάδων στον λόγο φόρων προς ΑΕΠ, καταγράφοντας την 3η μεγαλύτερη αύξηση σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, μετά τη Σλοβακία (+7,7 μ.μ.) και την Ιαπωνία (+7,5 μ.μ.). Τα στοιχεία αυτά συνδέονται με τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών κατά την περίοδο των μνημονίων.

Σύμφωνα με την έκθεση, σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει μια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου. Οι σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά φόρων ως προς το ΑΕΠ – με τη Δανία να ξεπερνά το 45% – αλλά ταυτόχρονα προσφέρουν υψηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Αντίθετα, χώρες όπως το Μεξικό, η Χιλή και η Τουρκία διατηρούν πολύ χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, περιορίζοντας όμως και τις παροχές προς τους πολίτες.