Οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί στο «κόκκινο», τα μέτρα της ΔΕΘ στον αέρα – Αποκαλυπτικά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ

Φορολογικές ελαφρύνσεις vs. Ακρίβεια: Η αλήθεια πίσω από τις εξαγγελίες της ΔΕΘ

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) 2025, η κυβέρνηση παρουσίασε ένα φιλόδοξο πακέτο φορολογικών παρεμβάσεων, με στόχο την ανακούφιση της μεσαίας τάξης και τη στήριξη των οικογενειών. Η αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας, η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης και οι ειδικές προβλέψεις για πολύτεκνους και νέους έως 30 ετών, προβλήθηκαν ως οι βασικοί πυλώνες αυτής της προσπάθειας.

Ωστόσο, τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) 2024 της ΕΛΣΤΑΤ, που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα, αποκαλύπτουν μια διαφορετική εικόνα. Οι οικονομικές αντοχές των νοικοκυριών παραμένουν εύθραυστες, με την ακρίβεια να απορροφά κάθε πιθανή μελλοντική ελάφρυνση.

Σύμφωνα με την ΕΟΠ, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2024 ανήλθε σε 20.694 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 1.724 ευρώ τον μήνα. Αυτό μεταφράζεται σε μια αύξηση 3,6% σε τρέχουσες τιμές σε σύγκριση με το 2023, αλλά μόλις 1% σε σταθερές τιμές, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια, οι πολίτες ξόδεψαν περισσότερα, αλλά η αγοραστική τους δύναμη παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη. Η σύγκριση με το παρελθόν είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική: η μέση δαπάνη παραμένει 16,6% χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2008.

Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού αναγκάζεται να ξοδέψει το 55,9% του οικογενειακού του προϋπολογισμού αποκλειστικά για τρόφιμα και στέγαση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πλουσιότερο 20% είναι 24,7%. Δεδομένου ότι το ήμισυ των νοικοκυριών ζει με λιγότερα από 1.338 ευρώ μηνιαίως, το περιθώριο για πραγματική αποταμίευση ή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου παραμένει ασφυκτικά περιορισμένο. Οι αυξήσεις σε βασικά είδη διατροφής, όπως τα έλαια (+12,6%), τα ψάρια (+9,3%) και τα φρούτα (+4,8%), επιβεβαιώνουν ότι οι καθημερινές ανάγκες γίνονται όλο και πιο δαπανηρές.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ 2025, αν και σημαντικά σε επίπεδο φορολογικής πολιτικής, φαίνεται να απευθύνονται κυρίως σε φορολογούμενους που βρίσκονται ήδη πάνω από το όριο του αφορολόγητου ή σε εισοδηματικές κατηγορίες που έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από μειώσεις συντελεστών. Η μείωση των συντελεστών κατά 2% για εισοδήματα από 10.000 έως 40.000 ευρώ, η εισαγωγή ενδιάμεσου συντελεστή 39% για εισοδήματα 40.000 – 60.000 ευρώ και οι ειδικές μειώσεις για οικογένειες με παιδιά, θα αυξήσουν πράγματι το διαθέσιμο εισόδημα για περίπου 4 εκατομμύρια φορολογούμενους.

Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές θα εφαρμοστούν από το φορολογικό έτος 2026, πράγμα που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά δεν θα δουν άμεσα καμία διαφορά. Επιπλέον, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, που συχνά μένουν κάτω από το αφορολόγητο, δεν θα επωφεληθούν σχεδόν καθόλου. Για αυτούς, το πραγματικό βάρος παραμένει η καθημερινή ακρίβεια. Το ενοίκιο απορροφά το 17,1% του οικογενειακού προϋπολογισμού στα νοικοκυριά που νοικιάζουν, ενώ η στέγαση συνολικά καταλαμβάνει το 14,4% των δαπανών.

Τέλος, από τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών προκύπτει με τον πιο καθαρό τρόπο το μεγάλο κενό στη φορολογική πολιτική: η παντελής απουσία παρεμβάσεων στους έμμεσους φόρους. Αυτός είναι ο πιο άδικος και δυσβάσταχτος μηχανισμός επιβάρυνσης, καθώς πλήττει άμεσα τα χαμηλά εισοδήματα. Ο ΦΠΑ σε τρόφιμα και βασικά αγαθά παραμένει σταθερά υψηλός, μετατρέποντας κάθε αύξηση τιμών σε άμεσο πλήγμα για τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Παρά τις εξαγγελίες της ΔΕΘ για στοχευμένες μειώσεις ΦΠΑ σε ορισμένες περιοχές, δεν υπήρξε καμία γενικευμένη παρέμβαση που θα μπορούσε να προσφέρει πραγματική και άμεση ανάσα στα νοικοκυριά. Έτσι, η φορολογική πολιτική εξακολουθεί να στηρίζεται κυρίως στην κατανάλωση, μετακυλίοντας το βάρος στους πιο αδύναμους, αυτούς που ήδη μετρούν το εισόδημά τους μέχρι το τελευταίο ευρώ για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.