Ευρωπαϊκή «ανάσα» για την Ουκρανία: Δάνειο-μαμούθ 90 δισ. ευρώ!
Σε συμφωνία-μαμούθ κατέληξαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, εγκρίνοντας τη χορήγηση δανείου στην Ουκρανία ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ (106 δισεκατομμύρια δολάρια) για τα επόμενα δύο χρόνια. Στόχος είναι η ενίσχυση της θέσης του Κιέβου στις διαπραγματεύσεις και η στήριξη της κατεστραμμένης από τον πόλεμο οικονομίας της χώρας. Η συμφωνία επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε στη χορήγηση του δανείου μέσω έκδοσης κοινού χρέους από την ΕΕ στις κεφαλαιαγορές, με την υποστήριξη του προϋπολογισμού της Ένωσης. Ωστόσο, δεν υπήρξε συμφωνία για την αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, ένα ζήτημα που θα συνεχίσουν να συζητούν οι ηγέτες στο μέλλον.
Το δάνειο «γέφυρα», που θα υποστηρίζεται από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, αποτελεί μια σημαντική αλλαγή πλεύσης σε σχέση με την αρχική πρόταση πολλών ηγετών της ΕΕ να χρησιμοποιηθούν τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν παγώσει σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι «μακρές συζητήσεις» στη Σύνοδο ολοκληρώθηκαν γύρω στις 04:00 (ώρα Ελλάδας). Οι 27 Ευρωπαίοι ηγέτες, καλούμενοι να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για την επόμενη ημέρα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και την απαραίτητη χρηματοδότηση της Ουκρανίας για την επόμενη διετία, δεν κατέληξαν σε συμφωνία για το σχέδιο χρήσης παγωμένων περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας. Έγινε ωστόσο σαφές ότι τα δάνεια επανορθώσεων απαιτούν περαιτέρω επεξεργασία και οι ηγέτες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εξετάσουν τις λεπτομέρειες.
Σύμφωνα με τον γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος ανακοίνωσε την επίτευξη της συμφωνίας, η Ουκρανία θα χρειαστεί «να αποπληρώσει το δάνειο αυτό μόνο αν η Ρωσία καταβάλει πολεμικές επανορθώσεις». Όπως χαρακτηριστικά τόνισε, «Η ΕΕ επιφυλάσσεται του δικαιώματος να χρησιμοποιήσει κεφάλαια της Ρωσίας που έχουν δεσμευτεί στη δικαιοδοσία της αν η Μόσχα δεν καταβάλει πολεμικές επανορθώσεις».
Την ικανοποίησή της για τη συμφωνία εξέφρασε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τονίζοντας ότι ανταποκρίνεται στις «πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ουκρανίας για τα επόμενα δύο χρόνια».
Η κ. φον ντερ Λάιεν εξήγησε ότι τα κράτη-μέλη συμφώνησαν να χρηματοδοτήσουν την Ουκρανία μέσω δανεισμού της ΕΕ στις κεφαλαιαγορές, χορηγώντας συνολικά 90 δισεκατομμύρια ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτό θα γίνει μέσω «ενισχυμένης συνεργασίας», υποστηριζόμενης από το περιθώριο του προϋπολογισμού της ΕΕ και βάσει ομόφωνης συμφωνίας για την τροποποίηση του τρέχοντος Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου.
«Επιτεύχθηκε συμφωνία στη σύνοδο κορυφής για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας τη διετία 2026-2027», ανακοίνωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα μέσω ανάρτησής του στην πλατφόρμα Χ.
Στην ίδια ανάρτηση, ο Αντόνιο Κόστα επισήμανε: «Η απόφαση για τη χορήγηση ποσού 90 δισ. ευρώ ώστε να υποστηριχθεί η Ουκρανία για το 2026-2027 εγκρίθηκε. Τηρήσαμε τη δέσμευση μας».
Οι ηγέτες της ΕΕ απέφυγαν το «χάος και τη διαίρεση» με την απόφασή τους να παράσχουν στην Ουκρανία δάνειο μέσω δανεισμού μετρητών, αντί να χρησιμοποιήσουν παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, δήλωσε ο πρωθυπουργός του Βελγίου Μπαρτ ντε Βέβερ.
«Παραμείναμε ενωμένοι», δήλωσε ο Ντε Βέβερ, αφού οι ηγέτες της ΕΕ συζήτησαν επί ώρες πώς να παράσχουν στην Ουκρανία τα χρήματα που χρειάζεται, προσθέτοντας: «Η Ουκρανία νίκησε και θα λάβει την αξιόπιστη χρηματοδότηση που χρειάζεται».
Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν εκτίμησε ότι θα μπορούσε να «ξαναγίνει ωφέλιμο» για τους Ευρωπαίους να διεξαγάγουν διάλογο με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Πρέπει τις επόμενες εβδομάδες να εξευρεθούν επίσης τρόποι και μέσα προκειμένου οι Ευρωπαίοι, με καλή οργάνωση, να ξαναρχίσουν πλήρη διάλογο με τη Ρωσία, με πλήρη διαφάνεια», έκρινε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες.
Ο Γάλλος πρόεδρος τόνισε ότι η ΕΕ είναι έτοιμη να «υλοποιήσει όσα δεσμεύτηκε να κάνει για την Ουκρανία», ενώ παράλληλα εξέφρασε την ελπίδα ότι θα υπάρξουν ισχυρότερες εγγυήσεις για την προστασία των αγροτών. Ο Μακρόν δήλωσε ότι ελπίζει ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη της Mercosur «θα εγκρίνουν τον Ιανουάριο μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εισαγωγές από τη Νότια Αμερική πληρούν τις ίδιες απαιτήσεις με τις ευρωπαϊκές».