Εθνικό Χρέος: Δραστική μείωση κάτω από το 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2029!
Στρατηγικός στόχος του υπουργείου Οικονομικών (ΥΠΟΙΚ) είναι η μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 120% μέχρι το 2029. Το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής 2026 – 2029 προβλέπει δείκτη 119% στο τέλος της τετραετίας, σηματοδοτώντας μια σημαντική αλλαγή στην οικονομική πορεία της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΔΠ που κατατέθηκαν χθες (27.11.2025) από την ηγεσία του ΥΠΟΙΚ στο υπουργικό Συμβούλιο, αποτυπώνεται μια συνεχής πτωτική πορεία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Οι εκτιμήσεις είναι 154,2% για το 2024, 145,9% για το 2025, 138,2% για το 2026, 131,7% για το 2027 και 124,6% για το 2028, καταλήγοντας στο 119% το 2029. Ο υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης είχε αναφερθεί σε αυτή την πρόβλεψη την προηγούμενη εβδομάδα, στο περιθώριο συνέντευξης Τύπου.
Σε απόλυτα μεγέθη, το χρέος παραμένει περίπου στα 360 δισ. ευρώ. Αν και προγραμματίζονται περισσότερες πρόωρες αποπληρωμές για τα επόμενα έτη, η γρηγορότερη άνοδος του ονομαστικού ΑΕΠ είναι ο βασικός παράγοντας που οδηγεί προς τα κάτω τον συγκεκριμένο δείκτη, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές στο newsit.gr.
Το ΠΔΠ συνδέει τη βελτίωση της εικόνας με τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων και τη «συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση». Οι νέοι αριθμοί είναι σημαντικά πιο ευνοϊκοί σε σχέση με το προηγούμενο Μεσοπρόθεσμο 2025-2028, καθώς ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εμφανίζεται έως και 11 μονάδες χαμηλότερος στο τέλος της δεκαετίας. Στο μέτωπο των τόκων, αναμένεται αντίστοιχη αποκλιμάκωση, με τη δαπάνη να μειώνεται σταθερά από 3,5% του ΑΕΠ το 2024 σε περίπου 2,6% το 2029, εφόσον επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη και επικρατήσουν ομαλές συνθήκες στις αγορές.
Για την υλοποίηση του σεναρίου του 119%, απαιτείται συνδυασμός ενεργητικής αποπληρωμής χρέους και δυναμικής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Κατά την περίοδο 2026 – 2029, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ πρέπει να υποχωρήσει συνολικά κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες, μια εξέλιξη που δεν μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά με εξοφλήσεις, όσο εντατικές κι αν είναι.
Ο σχεδιασμός προβλέπει την αξιοποίηση του δημοσιονομικού «μαξιλαριού» για καθαρές αποπληρωμές χρέους της τάξης των 15 έως 20 δισ. ευρώ μέχρι το 2029, δηλαδή περίπου 5 έως 5,3 δισ. ευρώ ετησίως. Προτεραιότητα δίνεται στα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου και σε υποχρεώσεις με σχετικά υψηλό κόστος εξυπηρέτησης. Μια τέτοια κίνηση εκτιμάται ότι μπορεί να μειώσει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά έξι έως οκτώ ποσοστιαίες μονάδες και ταυτόχρονα να περιορίσει τη μελλοντική επιβάρυνση από τόκους.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της αποκλιμάκωσης αναμένεται να προέλθει από την πλευρά του ΑΕΠ. Με μια οικονομία λίγο πάνω από τα 250 δισ. ευρώ και με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 4% σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ μπορεί να προσεγγίσει τα 300 δισ. ευρώ μέσα στην πενταετία. Εφόσον το ύψος του χρέους παραμείνει σχετικά σταθερό ή υποχωρήσει οριακά, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται αυτομάτως κατά 17 έως 19 μονάδες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν σοβαρές αρνητικές εκπλήξεις στους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Με βάση αυτές τις παραδοχές, υπολογίζεται ότι περίπου το ένα τέταρτο της συνολικής πτώσης του δείκτη μέχρι το 2029 θα οφείλεται στις καθαρές αποπληρωμές χρέους, ενώ τα τρία τέταρτα θα προέλθουν από την ονομαστική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Το ΠΔΠ προβλέπει ότι την περίοδο 2026-2029 η Ελλάδα θα αντλεί από τις αγορές περίπου 8 έως 10 δισ. ευρώ κατ’ έτος, με στόχο να εξομαλυνθεί το προφίλ λήξεων και να ενισχυθεί σταδιακά το ποσοστό του χρέους που βρίσκεται στα χέρια της αγοράς, διασφαλίζοντας παράλληλα τη βιωσιμότητα.
Αυτή η πορεία απαιτεί σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα και ένα εξωτερικό περιβάλλον που δεν θα αυξήσει υπερβολικά το κόστος δανεισμού, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή αναχρηματοδότηση των υποχρεώσεων. Εφόσον οι αγορές συνεχίσουν να προβλέπουν την ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους κάτω από το 120% του ΑΕΠ, η χώρα μπορεί να μειώνει σταδιακά το βάρος της εξυπηρέτησης και να αποκτήσει μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων στη δημοσιονομική της πολιτική.