Ελληνικός τουρισμός: Η ιδιωτική επένδυση απογειώνει, η κρατική υστερεί
Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα κατάφερε να προσελκύσει περίπου 13 εκατομμύρια επιπλέον ξένους τουρίστες ετησίως. Παρά τις αντιξοότητες, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία που οδήγησε στην απώλεια Ρώσων τουριστών (περίπου 1 εκατομμύριο), η πανδημία, ο πληθωρισμός, ο ανταγωνισμός από ανερχόμενους προορισμούς (Αλβανία, Τυνησία κ.λπ.) και οι σεισμοί στη Σαντορίνη, η χρονιά αναμένεται να κλείσει με ένα εντυπωσιακό ρεκόρ 37 εκατομμυρίων τουριστών.
Η επιτυχία αυτή αποτελεί θρίαμβο της ιδιωτικής οικονομίας. Σύμφωνα με ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, οι επενδύσεις στον τουρισμό που οδήγησαν σε αυτήν την άνοδο είναι κατά 80%-85% ιδιωτικές. Η μαζική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού με στροφή σε μονάδες 4 και 5 αστέρων, καθώς και η ενίσχυση των αεροπορικών συνδέσεων, ιδίως με αγορές υψηλής δαπάνης όπως οι ΗΠΑ, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Η ποιότητα και η συνδεσιμότητα αποδείχθηκαν κλειδιά για την επιτυχία.
Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην πρώτη πεντάδα των μεσογειακών χωρών με αύξηση μεριδίου αγοράς από 2% σε 2,5% της παγκόσμιας αγοράς, ένα ποσοστό δυσανάλογο με το γεωγραφικό της μέγεθος. Αυτό συνέβη ενώ οι παραδοσιακοί ανταγωνιστές, Ιταλία και Ισπανία, είδαν τα μερίδιά τους να υποχωρούν. Το 40% αυτής της αύξησης είναι αποτέλεσμα των ελληνικών προσπαθειών, καθώς οφείλεται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Τα 5 εκατομμύρια από τα 13 εκατομμύρια επιπλέον τουρίστες ήρθαν επειδή επέλεξαν ένα αναβαθμισμένο τουριστικό προϊόν.
Ωστόσο, χωρίς κρατικές επενδύσεις σε βασικές υποδομές, όπως ύδρευση, διαχείριση απορριμμάτων και λιμάνια, η αυξημένη τουριστική δραστηριότητα έρχεται αντιμέτωπη με τοπικές αντιδράσεις, κορεσμό και φθορά του προϊόντος. Εάν συνεχίσουμε να επενδύουμε μόλις ένα ευρώ σε δημόσιες επενδύσεις για κάθε τέσσερα ευρώ ιδιωτικών, το μοντέλο θα αρχίσει να τρίζει. Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο να σταματήσει η αύξηση των τουριστικών ροών, αλλά να χάσουμε και αυτούς που έχουμε ήδη κερδίσει.