ΚΕΠΕ: Αρνητική αναθεώρηση της ελληνικής ανάπτυξης, στο 2,1% για το 2025

Ελληνική οικονομία: Σταθερή ανάπτυξη προβλέπει το ΚΕΠΕ για το 2025

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες προβλέψεις του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η ελληνική οικονομία διατηρεί σταθερή πορεία ανάπτυξης, με τον μέσο ρυθμό μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) να εκτιμάται στο 2,1% για το 2025. Η πρόβλεψη αυτή, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 30 Σεπτεμβρίου 2025, αποτελεί ελαφρά αναθεώρηση προς τα κάτω σε σχέση με την προηγούμενη εκτίμηση του ΚΕΠΕ (2,2%), αντανακλώντας την ήπια επιβράδυνση που σημειώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του έτους.

Η θετική προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται σε πολλούς παράγοντες. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν οι ενδείξεις για αυξημένη δυναμική στους κλάδους του τουρισμού και των κατασκευών, η επικείμενη εφαρμογή μέτρων πολιτικής για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, οι προσδοκίες για επιτάχυνση των δημοσίων επενδύσεων (συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Ανάκαμψης), καθώς και οι βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες στην ΕΕ και η συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για τους δασμούς.

Ωστόσο, το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες από το εξωτερικό περιβάλλον και τις γεωπολιτικές εξελίξεις παραμένουν σοβαροί. Για αυτό, τονίζεται η ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στην παραγωγική της βάση.

Βάσει των τελευταίων προσωρινών στοιχείων των Τριμηνιαίων Εθνικών Λογαριασμών, η ελληνική οικονομία συνεχίζει την ανοδική της πορεία, αν και με ελαφρώς μειωμένο ρυθμό. Συγκεκριμένα, ο πραγματικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ υποχώρησε στο 1,7% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2025, από 2,2% που ήταν το πρώτο τρίμηνο.

Η ήπια αυτή επιβράδυνση δεν θεωρείται ενδεικτική κάποιας συστηματικής μεταβολής στη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, αποδίδεται σε μεμονωμένες βραχυχρόνιες μεταβολές, οι επιδράσεις των οποίων αντιστάθμισαν σε ένα βαθμό η μία την άλλη.

Ενδεικτικά, η απότομη κάμψη των εισαγωγών αγαθών (ιδίως καυσίμων) είχε θετική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης. Αντίθετα, η έντονη αναστροφή της πορείας των αποθεμάτων, η συσσώρευση των οποίων είχε ενισχύσει τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ τα προηγούμενα τρίμηνα, συνέτεινε σε συγκράτηση του ρυθμού ανάπτυξης.

Σύμφωνα με τις οικονομετρικές εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το 2025 προβλέπεται στο 2,1%. Αυτή η εκτίμηση λαμβάνει υπόψη την ήπια υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στο δεύτερο τρίμηνο, καθώς και την ευνοϊκή εξέλιξη της πλειονότητας των μεταβλητών που χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη.

Αναλύοντας τα τριμηνιαία δεδομένα των Εθνικών Λογαριασμών για το δεύτερο τρίμηνο του 2025, παρατηρείται σημαντική άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης και συγκρατημένη ανάκαμψη των δαπανών της γενικής κυβέρνησης. Επιπλέον, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου επέστρεψαν σε ανοδική πορεία, με ώθηση από την αναζωογόνηση της επενδυτικής δαπάνης στις κατασκευές και τον μεταφορικό εξοπλισμό.

Στον εξωτερικό τομέα, η θετική πορεία του τουρισμού οδήγησε σε άνοδο των εξαγωγών υπηρεσιών, ενώ οι εξαγωγές αγαθών κατέγραψαν αρνητικό ρυθμό μεταβολής, αντανακλώντας την κάμψη του εμπορίου καυσίμων.

Στους βασικούς τομείς της οικονομίας, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις και ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές σημείωσαν σημαντική άνοδο, υποδηλώνοντας θετικές προοπτικές για το υπόλοιπο του έτους. Στο λιανικό εμπόριο, ο γενικός δείκτης όγκου σημείωσε αύξηση, ενώ στη βιομηχανία, οι πωλήσεις στις βασικές κατηγορίες βιομηχανικών αγαθών κινήθηκαν ανοδικά.

Η εγχώρια αγορά εργασίας συνέχισε να βελτιώνεται, με αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων και μείωση του αριθμού των ανέργων.

Σε ό,τι αφορά τις τιμές, τα δεδομένα του δεύτερου τριμήνου υποδηλώνουν υποχώρηση του ενεργειακού κόστους, αλλά και διατήρηση πληθωριστικών πιέσεων σε βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών (στέγαση, ένδυση-υπόδηση, ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια). Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου και το σχετικό περιθώριο έναντι του γερμανικού ομολόγου σημείωσαν οριακή πτώση. Τέλος, οι επιχειρηματικές προσδοκίες ενισχύθηκαν στους τομείς της βιομηχανίας και των κατασκευών.