Ε.Ε. vs Κίνας: «Αρνητική εξέλιξη» με δασμούς στα γαλακτοκομικά
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφρασε την έντονη αντίθεσή της στους δασμούς που επέβαλε η Κίνα σε ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα προερχόμενα από την Ε.Ε., στο πλαίσιο έρευνας για τις επιδοτήσεις του Πεκίνου, τα συμπεράσματα της οποίας απορρίπτονται από τις Βρυξέλλες.
Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Όλοφ Γκιλ, δήλωσε πως «Η εκτίμηση της Επιτροπής είναι πως η έρευνα βασίζεται σε αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς και ανεπαρκή στοιχεία και ως εκ τούτου τα μέτρα είναι αδικαιολόγητα». Πρόσθεσε δε ότι «Είναι μια πολύ αρνητική εξέλιξη» στις σχέσεις Ε.Ε. – Κίνας.
Οι «προσωρινοί» αυτοί δασμοί, που κυμαίνονται από 21,9% έως 42,7%, τέθηκαν σε ισχύ από την Τρίτη, όπως ανακοίνωσε το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου. Αφορούν κυρίως τυριά, αλλά και ορισμένα είδη γάλακτος και κρέμας, για τα οποία το Πεκίνο υποστηρίζει ότι λαμβάνουν επιδοτήσεις, προκαλώντας σημαντική ζημία στους Κινέζους ανταγωνιστές.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Κίνα σκοπεύει να ολοκληρώσει την έρευνά της για τα ευρωπαϊκά γαλακτοκομικά προϊόντα στις 21 Φεβρουαρίου, οπότε και το μέτρο θα μπορούσε να καταστεί οριστικό. Ωστόσο, οι Βρυξέλλες επιδιώκουν να πείσουν την Κίνα να το αποσύρει.
Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής τόνισε ότι «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να υπερασπιστούμε τους αγρότες και τις εξαγωγές της Ε.Ε., καθώς και την Κοινή Αγροτική Πολιτική κατά της καταχρηστικής χρήσης από την Κίνα εμπορικών προστατευτικών μέτρων», υπενθυμίζοντας ότι η Επιτροπή έχει ήδη προσφύγει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για την υπόθεση αυτή.
Οι κινεζικές αρχές είχαν ξεκινήσει έρευνα κατά των επιδοτήσεων τον Αύγουστο του 2024, κατόπιν αιτήματος της Γαλακτοκομικής Ένωσης της Κίνας.
Η κινεζική έρευνα ξεκίνησε αμέσως μετά την ανακοίνωση της Ε.Ε. να επιβάλει αυξημένους δασμούς στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στην Κίνα και εκλαμβάνεται ευρέως ως ανταποδοτικό μέτρο κατά των Βρυξελλών.
Την προηγούμενη εβδομάδα, η Κίνα ανακοίνωσε την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ από 4,9% έως 19,8% στο χοιρινό και τα παράγωγά του που εισάγονται από την Ε.Ε., για μια περίοδο πέντε ετών.