Δημογραφικό: Το «πικρό ποτήρι» και η ανατροπή των στερεοτύπων

Δημογραφική βόμβα: Γιατί οι Έλληνες νέοι λένε «όχι» στα παιδιά;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Μια νέα έρευνα ρίχνει φως στις κοινωνικές προκλήσεις που συνδέονται με το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, αποκαλύπτοντας μια σημαντική αλλαγή στη νοοτροπία των νέων απέναντι στην απόκτηση παιδιών.

Η Ελλάδα γερνάει, η γονιμότητα μειώνεται και τα ποσοστά ατεκνίας αυξάνονται. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, οι προτεραιότητες έχουν μετατοπιστεί, με τις γυναίκες να εμφανίζονται πιο διστακτικές στην απόκτηση παιδιών, ανατρέποντας τις παραδοσιακές αντιλήψεις.

Η τάση των ζευγαριών με διπλά εισοδήματα που επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά, γνωστά και ως "DINKs" (Double Income No Kids), κερδίζει έδαφος. Αυτή η επιλογή συνδέεται με την επιδίωξη μιας ζωής με μεγαλύτερη οικονομική άνεση, ελευθερία κινήσεων και λιγότερες ευθύνες.

Επιπλέον, πολλοί νέοι καθυστερούν την επισημοποίηση των σχέσεών τους μέσω γάμου ή συμφώνου συμβίωσης, ενώ αρκετοί δεν βρίσκονται καν σε κάποια σχέση, γεγονός που επηρεάζει άμεσα την απόφαση για απόκτηση παιδιών.

Οι σύγχρονες προκλήσεις, όπως η οικονομική αβεβαιότητα, η ανεργία, η υπεραπασχόληση των γονέων και η έλλειψη επαρκών κοινωνικών πολιτικών υποστήριξης, όπως παιδικοί σταθμοί και άδειες γονέων, αποτελούν σημαντικούς ανασταλτικούς παράγοντες.

Η δημοσκόπηση της Palmos Analysis, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του «Ελεύθερου Τύπου», εξετάζει τις δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές, παρουσιάζοντας ορισμένα δυσοίωνα στοιχεία. Οι νέοι, και ιδιαίτερα οι νέες γυναίκες, είναι πιο επιφυλακτικοί ή αρνητικοί απέναντι στην ιδέα της απόκτησης παιδιών σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές.

Συγκεκριμένα, τέσσερις στις δέκα Ελληνίδες ηλικίας έως 34 ετών δεν επιθυμούν ή δεν είναι σίγουρες αν θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην προσωπική και επαγγελματική εξέλιξη, την αυτονομία και τους προσωπικούς στόχους.

Οι νέοι άνδρες εμφανίζονται πιο θετικοί απέναντι στο ενδεχόμενο να γίνουν γονείς σε σχέση με τις γυναίκες, ανατρέποντας τα στερεότυπα που ήθελαν τις γυναίκες να νιώθουν πιο έντονα την ανάγκη για μητρότητα.

Σε γενικές γραμμές, το 65% των νέων έως 34 ετών δηλώνουν ότι θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, ενώ το 24% απαντά αρνητικά και το 11% δηλώνει αβέβαιο.

Τρεις στους τέσσερις νέους έως 34 ετών δεν έχουν παιδιά, ενώ στις γυναίκες ηλικίας 35-44 ετών το ποσοστό ανέρχεται σε 28%, αγγίζοντας τα όρια της γονιμότητας.

Στην ερώτηση σχετικά με τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι νέοι δεν επιθυμούν ή δεν είναι σίγουροι για την απόκτηση παιδιών, η απάντηση «δεν θα τα βγάλω πέρα» συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό (34%). Ακολουθούν οι «προσωπικοί λόγοι» (21%) και η ισοψηφία μεταξύ των απαντήσεων «δεν είμαι έτοιμος/η για το ρόλο του γονέα» και «θεωρώ ότι θα στερηθώ την προσωπική και κοινωνική ζωή/τον τρόπο ζωή μου» (19%).

Στο πλαίσιο της γενικευμένης αμφισβήτησης και της έλλειψης αποτελεσματικών πολιτικών, η πρόσφατη ανάλυση της Allianz Trade υπογραμμίζει τη σημασία της διασφάλισης ίσων ευκαιριών για κάθε παιδί, ανεξαρτήτως του εισοδήματος των γονιών, καθώς και της προσαρμογής των αγορών εργασίας και των συνταξιοδοτικών συστημάτων στη νέα κοινωνική πραγματικότητα.

Η ανάλυση του χρηματοοικονομικού ομίλου τονίζει ότι, πέρα από τους οικονομικούς παράγοντες, το κόστος για την εκπαίδευση των παιδιών και η πρόσβαση σε προσιτή στέγαση επηρεάζουν σημαντικά την απόφαση για απόκτηση περισσότερων παιδιών.

Επιπλέον, η ανεργία, κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 25-39 ετών, αποτελεί έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα που οδηγεί στην αναβολή της γονεϊκότητας σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, το συνολικό κόστος για την ανατροφή ενός παιδιού μέχρι την ενηλικίωσή του (18 έτη) κυμαίνεται μεταξύ 215.000 και 233.000 ευρώ, ανάλογα με τον τρόπο ζωής, τον τόπο διαμονής και τις επιλογές της οικογένειας. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 11.942-13.000 ευρώ ετησίως ή 995-1.083 ευρώ μηνιαίως.

Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η προσπάθεια αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, το αυξανόμενο κόστος ζωής, οι περιορισμένες εγκαταστάσεις παιδικής φροντίδας, τα προβλήματα στέγασης και το αυξανόμενο ποσοστό νέων που σκοπεύουν να παραμείνουν άτεκνοι θα διατηρήσουν τον παγκόσμιο δείκτη γονιμότητας σε χαμηλά επίπεδα στο άμεσο μέλλον.