
ΔΕΘ: Απογοήτευση νοικοκυριών – Τα μέτρα δεν φέρνουν ανάσα
Η πρόσφατη έρευνα της MRB, πραγματοποιηθείσα για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, αποκαλύπτει την απογοήτευση των νοικοκυριών σχετικά με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ. Σχεδόν έξι στους δέκα (60%) αξιολογούν τα μέτρα ως αρκετά έως πολύ αρνητικά, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητά τους.
Μόλις το 28,7% των συμμετεχόντων στην έρευνα αναμένει βελτίωση στην καθημερινότητά του, με ένα μικρό ποσοστό 4,5% να κρίνει τα μέτρα "πολύ θετικά". Αυτό υποδηλώνει ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει δημοσκοπικό έδαφος, μετά τα σκάνδαλα, τη διαφθορά και την ακρίβεια, δεν φαίνεται να στέφεται με επιτυχία.
Η θετική ανταπόκριση στα μέτρα σχεδόν συμπίπτει με την πρόθεση ψήφου προς τη ΝΔ στις τελευταίες δημοσκοπήσεις μετά τη ΔΕΘ. Τα όποια κέρδη για την κυβέρνηση παραμένουν οριακά, εντός του στατιστικού λάθους, όπως η αύξηση κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες στη δημοσκόπηση της Marc.
Η δυσπιστία των νοικοκυριών εξηγείται από τα ευρήματα της έρευνας του ΕΕΑ σχετικά με το εισόδημα και τις δαπάνες. Για πολλούς, οι φοροελαφρύνσεις είναι "too little, too late", δηλαδή πολύ λίγες και πολύ αργά.
Σύμφωνα με την έρευνα, για δύο στους τρεις πολίτες στην Αττική τα χρήματα τελειώνουν την τρίτη εβδομάδα του μήνα. Το όφελος από τη μείωση του φορολογικού συντελεστή ίσα που επαρκεί για μια μέρα παραπάνω.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Βήματος, ένας φορολογούμενος άνω των 30 ετών, με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ και χωρίς προστατευόμενα μέλη, θα έχει μηνιαίο κέρδος 14,2 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στην τιμή ενός κιλού μοσχαρίσιου κρέατος ή λιγότερο από μισό ευρώ την ημέρα.
Για έναν φορολογούμενο με το ίδιο εισόδημα και ένα παιδί, το μηνιαίο όφελος αυξάνεται στα 28,5 ευρώ, ενώ για δύο παιδιά φτάνει τα 43 ευρώ. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, το όφελος είναι μικρότερο από μισό ευρώ την ημέρα ανά άτομο.
Επιπλέον, η πλειοψηφία των νοικοκυριών δεν θα δει ούτε καν αυτό το μικρό ποσό. Σύμφωνα με τις δηλώσεις εισοδήματος του 2024, μόλις 817.000 φορολογούμενοι δήλωσαν εισόδημα από 20.000 έως 30.000 ευρώ, επί συνόλου 6,7 εκατομμυρίων φορολογικών δηλώσεων φυσικών προσώπων, δηλαδή το 12%.
Η δημοσκόπηση της MRB δείχνει ότι τα νοικοκυριά δαπανούν κατά μέσο όρο πάνω από το 72% του μηνιαίου εισοδήματός τους για βασικές ανάγκες: τρόφιμα (32,44%), ενέργεια/καύσιμα (16,34%), στέγαση (12,35%), λογαριασμοί τηλεπικοινωνιών (9,03%) και εξυπηρέτηση δανείων (4,93%).
Αν προστεθούν τα έξοδα υγείας και εκπαίδευσης (7,21% και 3,63% αντίστοιχα), το ποσοστό αυτό φτάνει το 83% του εισοδήματος.
Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα νοικοκυριά αναγκάζονται να περικόψουν δαπάνες από παντού, τόσο από τα περιττά όσο και από τα αναγκαία.
Σχεδόν οκτώ στους δέκα (79,1%) μειώνουν τις δαπάνες για διασκέδαση και ψυχαγωγία. Το 45,2% και 45% αντίστοιχα μειώνουν τις δαπάνες για τρόφιμα και ενέργεια/καύσιμα.
Ανησυχητικό είναι ότι σχεδόν δύο στους δέκα (18,8%) περικόπτουν ακόμα και τις δαπάνες υγείας. Η Ελλάδα κατέχει ήδη το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού με ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας στην Ευρώπη (21,9%) και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιωτικών δαπανών υγείας (36% επί του συνόλου σε άμεσες πληρωμές, που φτάνει το 39% μαζί με τις λοιπές ιδιωτικές δαπάνες).
Τα παραπάνω στοιχεία υποδεικνύουν ότι τα νοικοκυριά θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, παρά τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ.
Όσο δεν υπάρχει αποτελεσματικός έλεγχος της ακρίβειας και οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί σε σχέση με την αγοραστική δύναμη, η φτωχοποίηση θα συνεχιστεί.
Σύμφωνα με ανάλυση των Αλέξη και Αγγελικής Μητροπούλου της ΕΝΥΠΕΚΚ, ο μέσος καθαρός μισθός στον ιδιωτικό τομέα είναι κάτω από 1000 ευρώ (1.188 ευρώ μικτά, 998 ευρώ καθαρά), σύμφωνα με τα στοιχεία του e-ΕΦΚΑ (Δεκέμβριος 2024). Για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, ο μέσος μισθός φτάνει τα 1108 ευρώ καθαρά (1385 ευρώ μικτά), ενώ για τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης (σχεδόν ένας στους τέσσερις) είναι κάτω από 500 ευρώ καθαρά (566 μικτά). Εάν ληφθούν υπόψη μόνο οι εργαζόμενοι σε κοινές επιχειρήσεις (το 97% του συνόλου), οι μέσες μηνιαίες αποδοχές πέφτουν στα 1167 ευρώ μικτά.
Σχεδόν ένας στους τρεις εργαζόμενους (32%) αμείβεται με μισθό χαμηλότερο από την αμοιβή του ανειδίκευτου εργάτη (830 ευρώ μικτά ή 712 καθαρά το 2024).
Ακόμα και αν συνυπολογιστούν οι ονομαστικές αυξήσεις του 2025 και τα οφέλη από τις φοροελαφρύνσεις που θα γίνουν αισθητά από το 2026, δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν τις απώλειες της κρίσης και τον αντίκτυπο του πληθωρισμού. Τον Δεκέμβριο του 2024, οι μέσες μεικτές αποδοχές των κοινών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν 6% χαμηλότερες σε ονομαστικές τιμές από ό,τι τον αντίστοιχο μήνα του 2011 (1.167 ευρώ έναντι 1.241 ευρώ). Σε πραγματικές τιμές, οι απώλειες φτάνουν το 18% (977 έναντι 1193 ευρώ).