Έκρηξη της αστεγίας, κρίση κόστους ζωής, συρρίκνωση εισοδημάτων – Η Γερμανία μετατρέπεται σε χώρα νεόπτωχων

Αστεγία στη Γερμανία: Δραματική αύξηση και ζοφερό μέλλον

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Η τελευταία κυβερνητική έκθεση για την αστεγία στη Γερμανία έχει σημάνει συναγερμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στις αρχές του έτους, 531.600 άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς μόνιμη στέγη το 2024, είτε ενοικιαζόμενη, είτε ιδιόκτητη.

Αυτό μεταφράζεται σε μια αύξηση σχεδόν 100% σε σύγκριση με την προηγούμενη κυβερνητική εκτίμηση που είχε γίνει πριν από τρία χρόνια. Το γερμανικό υπουργείο Στέγασης, Αστικής Ανάπτυξης και Οικοδομών απέδωσε τότε το φαινόμενο σε ανεπαρκή στοιχεία στην έκθεση του 2022.

Ωστόσο, η οργάνωση «Ομοσπονδιακή Ένωση για την Βοήθεια στους Άστεγους» (BAGW) υποστηρίζει ότι ακόμα και τα νέα, απογοητευτικά επίσημα στοιχεία είναι ελλιπή. Σε μελέτη της, που παρουσιάστηκε στο πρόσφατο εθνικό συνέδριό της στο Βερολίνο, η εικόνα που καταγράφεται είναι ακόμα πιο ζοφερή, καθώς εκτιμά ότι περίπου το 0,84% του πληθυσμού είναι άστεγοι.

Από αυτούς, περίπου 56.000 ζουν στους δρόμους, ενώ οι υπόλοιποι φιλοξενούνται σε καταφύγια, κοινωνικά ιδρύματα ή από φίλους και γνωστούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της BAGW, πρόκειται για ανθρώπους όλων των ηλικιών. Το 74% είναι ενήλικες, με τους άνδρες (61%) να υπερτερούν των γυναικών (39%). Τα παιδιά και οι νέοι κάτω των 18 ετών αποτελούν το 26% του καταγεγραμμένου άστεγου πληθυσμού, δηλαδή 264.000 ανήλικοι δεν ζούσαν το 2024 στο δικό τους διαμέρισμα ή σε αυτό των κηδεμόνων τους.

Η πλέον πληττόμενη ομάδα είναι αυτή των προσφύγων και μεταναστών, με τα άτομα χωρίς γερμανική υπηκοότητα να αποτελούν το 81% όλων των αστέγων, ενώ το 20% είναι πολιτογραφημένοι. Ο λόγος της αστεγίας δεν είναι μόνο η ανεργία – πολλοί από τους άστεγους είναι εργαζόμενοι. Τα χρέη ενοικίου και ενέργειας, διαμάχες και συγκρούσεις στο χώρο διαμονής, χωρισμοί, διαζύγια και αλλαγή τόπου διαμονής αναφέρονται από την BAGW ως οι συχνότερες αιτίες που οδηγούν τους ανθρώπους στην έλλειψη στέγης.

Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των αριθμών της κυβερνητικής έκθεσης και της BAGW οφείλεται στις διαφορετικές μεθόδους έρευνας και στη δυσκολία να καταγραφεί με ακρίβεια ο πραγματικός αριθμός όσων ζουν στο δρόμο, αλλά και των λεγόμενων «κρυμμένων» αστέγων, που μετακινούνται από φιλοξενία σε φιλοξενία. Η BAGW συνυπολόγισε το ποσοστό της «αόρατης» αστεγίας, που στη Γερμανία αφορά περίπου μισό εκατομμύριο ανθρώπους.

Στο βάθος, η κρίση κόστους ζωής, η συρρίκνωση των εισοδημάτων και η φτωχοποίηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, οι αυξήσεις στα ενοίκια, η έλλειψη οικονομικά προσιτών κατοικιών και οι συνεχείς περικοπές στο κράτος πρόνοιας συνθέτουν ένα εκρηκτικό σκηνικό.

«Εάν οι πολιτικοί και η κοινωνία δεν λάβουν αποφασιστικά αντίμετρα, ακόμη περισσότεροι άνθρωποι θα χάσουν τα σπίτια τους», προειδοποιεί η πρόεδρος της BAGW, Ζουζάνε Χάμαν. Τα στοιχεία της γερμανικής Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι αποκαλυπτικά: από περίπου 11% τη δεκαετία του 1990, σήμερα το 15-17% των Γερμανών βρίσκονται στο φάσμα της φτώχειας.

Περίπου 4,2 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν πέρυσι σε νοικοκυριά που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα στην πληρωμή των λογαριασμών τους, όπως σε παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Το ένα τρίτο του πληθυσμού δεν έχει χρήματα στην άκρη ούτε για «απρόβλεπτα έξοδα», που στη Γερμανία ορίζονται ως ποσά έως 1.250 ευρώ. Για πολλούς χαμηλόμισθους και ανθρώπους με μεσαία εισοδήματα, αυτού του είδους τα ποσά είναι αδιανόητα, καθώς βλέπουν το μηνιάτικο να εξαντλείται πριν τελειώσει ο μήνας, καλύπτοντας τις αυξημένες δαπάνες για βασικά είδη πρώτης ανάγκης: ενοίκιο, λογαριασμούς ενέργειας και τρόφιμα. Αποταμίευση δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μικρά έκτακτα έξοδα μπορούν να τους φέρουν σε δεινή θέση.

Δεν είναι τυχαίο ότι καταγράφεται μεγάλη ζήτηση για μικροδάνεια, κάτω των 1.000 ευρώ. Από ένα πέμπτο (20,4%) όλων των δανείων που αντιπροσώπευαν το 2020, πέρυσι αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 50%, με όλο και περισσότερα νοικοκυριά να βυθίζονται στα χρέη. Από τον Ιανουάριο του 2026, η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον καγκελάριο Φρίντιρχ Μερτς προχωρά σε μεταρρύθμιση του προνοιακού «Επιδόματος του Πολίτη» (Bürgergeld) – περίπου αντίστοιχο με το «Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα» που καταβάλλεται στην Ελλάδα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει μείωση των παροχών, επηρεάζοντας 5,5 εκατομμύρια πολίτες, άνεργους και εργαζόμενους.

Τα νέα μέτρα περιλαμβάνουν αυστηρότερες κυρώσεις για την άρνηση εργασίας ή την απουσία από ραντεβού, καθώς και ανώτατο όριο στις επιδοτήσεις στέγασης. Ο Μερτς υποστηρίζει ότι με αυτό τον τρόπο θα εξοικονομηθούν πέντε δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Οι επικριτές του σχεδίου προειδοποιούν για τον κίνδυνο αύξησης του αριθμού των αστέγων, ειδικά μεταξύ ευάλωτων ομάδων, όπως οικογένειες με παιδιά, έγκυες και άτομα με αναπηρία.

Εν τω μεταξύ, στις τάξεις της κυβερνώσας κεντροδεξιάς «Χριστιανικής Ένωσης» (Χριστιανοδημοκράτες και Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές) έχει ανοίξει η «όρεξη» και για τις συντάξεις. Η νεολαία της (JU) έχει ξεσηκωθεί κατά του νομοσχεδίου που θέλει να περάσει η κυβέρνηση για την εγγύηση των συντάξεων έως το 2031 στο 48% του καθαρού μισθού που εισέπραττε κάθε ασφαλισμένος ως εργαζόμενος. Στους κόλπους της JU ανήκουν 18 βουλευτές στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Δεδομένου ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει πλειοψηφία μόλις 12 εδρών, εάν οι 18 επιμείνουν στην απειλή τους να καταψηφίσουν το νομοσχέδιο, η μόνη σωτηρία για την κυβέρνηση Μερτς θα ήταν η στήριξη από κόμματα της αντιπολίτευσης. Και τα δύο σενάρια θα προκαλούσαν μεγάλη αναταραχή εντός του συνασπισμού, με αβέβαιο αποτέλεσμα, ακόμα και για τη μακροημέρευση του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο.

Η Ακροδεξιά καραδοκεί, ενώ ο Δρ. Γιόακιμ Ροκ, οικονομολόγος και διευθύνων σύμβουλος της «Ένωσης Ισότιμης Πρόνοιας» (από τις κορυφαίες ενώσεις ανεξάρτητων οργανώσεων κοινωνικής πρόνοιας στη Γερμανία), προειδοποιεί: «Το αυξανόμενο κόστος ζωής επιβάρυνε ιδιαίτερα τους νέους χωρίς αποταμιεύσεις, τις οικογένειες και τους ηλικιωμένους» και «ενίσχυσε τη μοναξιά, την απελπισία και τη δυσαρέσκεια με τη δημοκρατία».